October 7, 2012

“Σα να ερωτεύτηκες το χάος, τη μαύρη πίσσα, το χαμό σου”


Μια νοσοκόμα να φωνάζει.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου να εμφανίζεται και να χάνεται κι εγώ να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά για πολύ.
Οι λάμπες φθορίου με τυφλώνουν.
Το αυτί μου βουίζει συνεχώς. Δεν μπορώ να ακούσω.
Πώς έφτασα εδώ?
Αιμορραγώ ασταμάτητα. Τα μαλλιά και τα χέρια μου είναι λερωμένα με αίμα. Δεν μπορώ να ακούσω.
Βελόνες, αίματα, επίδεσμοι, ακτινογραφίες, αξονικές, ερωτήσεις κι άλλες ερωτήσεις κι άλλες κι άλλες και δεν τελειώνουν.
- Τι έπαθες?
- Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα.
- Τι αισθάνεσαι?
- Το δεξί μου αυτί. Δεν ακούω. Δεν μπορώ να ακούσω.

- Θα φύγω.
- Δεν μπορείς να φύγεις, χρειάζεσαι εισαγωγή.
- Γιατί μου στρώνει κρεβάτι? Δεν κάθομαι εδώ μέσα. Θα φύγω. Θα υπογράψω και θα φύγω.
- Πάνε όπου θες. Ειδοποιήσαμε τους φύλακες, θα σε φέρουν σηκωτή πίσω.

- Μείνε μαζί μου. Μη φύγεις. Μη μ’ αφήσεις μόνη.
- Εδώ θα μείνω. Δε φεύγω.
- Όλα θα πάνε καλά?
- Όλα θα πάνε καλά.

Πέρασαν πέντε μέρες.
Αρχίζω να θυμάμαι τα πάντα. Ξερνάω αναμνήσεις.  
Δεν μ’ αρέσουν τα νοσοκομεία.
Νιώθω κλεισμένη σε κλουβί.
Πίνω μια γουλιά απ’ το τσάι μου. Είναι το πέμπτο για σήμερα.
Αγγίζω απαλά το δεξί μου αυτί.
Παίρνω ξανά το ζεστό τσάι στα χέρια μου και μυρίζω με κλειστά τα μάτια. Είναι κάτι που απολαμβάνω περισσότερο απ’ το να πίνω το ίδιο το τσάι.
Αγγίζω απαλά το δεξί μου αυτί.
Δεν ακούω.
Παίρνω το στυλό απ’ το κομοδίνο και γράφω πάνω στο πλαστικό ποτήρι.

Η Άλεξ φοβάται

1 comment: