October 11, 2012

When you grow up, your heart dies


Την αγκάλιασα σφιχτά. Πόσος καιρός είχε περάσει? Ούτε που θυμάμαι. Τα φυσικά, μαύρα μακριά μαλλιά της, τα μεγάλα αθώα καστανά μάτια, το ψηλόλιγνο σώμα της, η σταρένια επιδερμίδα της. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και όχι μόνο εμφανισιακά. Λες και ήταν το ίδιο παιδί με τότε.

«Έβλεπα φωτογραφίες μας πριν έρθεις. Αν σε έβλεπα στο δρόμο τώρα δεν θα σε αναγνώριζα».

Σε αντίθεση μ’ αυτήν έχω αλλάξει ουκ ολίγες φορές. Εμφανισιακά δηλαδή. Για το μέσα, ποιος νοιάζεται, ποιος νοιάστηκε ποτέ? Κάθε χρόνο και αλλιώς. Λες και ψάχνω να κατασταλάξω κάπου. Το χειρότερο είναι ότι πριν λίγες μέρες που έκλεισα τα 17 19, ο απολογισμός της χρονιάς που πέρασε ήταν κλασσικά χειρότερος απ’ τον προηγούμενο. Ή ήμουν πάντα έτσι? In the ocean you will remain/For a thousand years you'll be the same. Θλιβερό.

Η Χ. γέμισε το ποτήρι μου ξανά με κρασί. Της εξηγούσα για δεύτερη φορά ότι παίρνω αντιβίωση και δεν κάνει να πίνω, ενώ κατέβαζα αποφασιστικά το κρασί. Αυτοέλεγχος. Η φυσική ομιλητικότητά της δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της και γρήγορα ξεκίνησε να μιλάει ακατάπαυστα. Από ένα σημείο και μετά αδυνατούσα να καταλάβω τι έλεγε. Την κοιτούσα αμίλητη, σκεπτόμενη πόσες αναπνοές παίρνει το λεπτό και σε πόση ώρα θα πιαστεί το σαγόνι της απ’ την τόση κινητικότητα.

«Κι εσύ με τον άλλον?», ρώτησε κάποια στιγμή.

«Τον άφησα».

Κόμπιασε. «Γιατί?».

«Για να δω αν άξιζε τον κόπο».

Η μητέρα της βγήκε στο μπαλκόνι να μας ρωτήσει αν χρειαζόμαστε τίποτα. Την κοίταξα στραβά. Ποτέ δεν την συμπάθησα την κυρία Α. Είναι ο ορισμός της γυναικούλας. Δεν δουλεύει, δεν έχει κοινωνική ζωή, μεγαλώνει τα παιδιά της, φροντίζει το σπίτι της και δέχεται την συνεχή κακοποίηση του άντρα της χωρίς παράπονο. Την σιχαινόμουν. Κάθισε λίγο μαζί μας, επιδεικνύοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για το πώς ήμουν τόσα χρόνια και ποια είναι τα σχέδιά μου για το μέλλον. Η συζήτηση κυλούσε ήρεμα, μέχρι που άρχισα βαριέμαι, και είχα τη φαεινή ιδέα να καπνίσω ό, τι κλεψιμαίικη βρωμιά είχε απομείνει μέσα στον καπνό μου εν παρουσία της.

«Ο καπνός σου μυρίζει περίεργα», σχολίασε κάποια στιγμή, όταν ανακάλυψε ότι η μυρωδιά ερχόταν από εδώ. Η Χ. με κοίταξε δολοφονικά.

«Είναι αρωματικός γι αυτό». Χαμογέλασα ειρωνικά, δαγκώνοντας τα χείλη μου. «Τον πήρα πρόσφατα απ’ το Αϊβαλί. Είναι μισή ώρα με το καράβι απ’ τη Μυτιλήνη», συνέχισα.

«Αααα», έκανε η κυρία Α. και έπνιξα ένα σπαστικό γέλιο που ένιωθα να έρχεται.

Ακολούθησα την Χ. πίσω στο δωμάτιό της αφού είχε λυσσάξει να φύγουμε απ’ το μπαλκόνι. Με έβαλε κάτω και άρχισε να με λογοκρίνει που κορόιδευα τη μητέρα της μπροστά της.

«Ακόμα να περάσεις την εφηβεία σου?».

«Έλα μωρέ χαβαλέ έκανα».

«Όλα για χαβαλέ τα κάνεις. Δεν χόρτασες μαλακίες? Αχ, θα μπλέξεις καμιά ώρα και θα καταλήξεις σε κάνα νοσοκομείο –μην πω χειρότερα».

Χαμογέλασα.


No comments:

Post a Comment