October 18, 2012

Αλλάξαμε θαρρώ. Τι να μου πεις εσύ, τι να σου πω κι εγώ?


Είναι εξίμιση το πρωί, κοιμήθηκα το πολύ κανένα μισάωρο και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ βασανιζόμενη απ’ τα όνειρα και τους εφιάλτες μου. Επιπλέον, έχω και αυτόν τον απαίσιο βήχα να με βασανίζει, τη ζαλάδα και τον πόνο σε όλο μου το σώμα απ’ τα συνεχόμενα ξενύχτια και την έλλειψη ύπνου. Μην αναφέρω και τις φριχτές διαταραχές ύπνου, που άρχισαν και πάλι να με περιτριγυρίζουν. Δεν είχα μιλήσει ακόμα στη Γ. για το όνειρο που είχα δει στο σπίτι του Χ. και την αδυναμία μου να αναπνεύσω. Όχι ότι δεν την εμπιστεύομαι, απλά φοβάμαι ακόμα και να το προφέρω δυνατά. Αυτή η αίσθηση πνιγμού και αυτός ο πανικός αμέσως μόλις ξυπνάω, κάνει το σώμα μου να τραντάζεται και να τρέμει από φόβο μόλις το ξαναφέρνω στο νου μου. Έτσι λοιπόν, αδυνατώντας να ανταπεξέλθω σε όλα αυτά, κατέληξα να ψάχνω παρηγοριά σε ένα τσιγάρο, λίγη μουσική και έναν ζεστό, προχειροφτιαγμένο καφέ.

Έκανα λίγο πέρα την μωβ-μαύρη κουρτίνα για να ρίξω μια ματιά έξω. Ο ουρανός είχε ένα σκοτεινό μπλε χρώμα και κυριαρχούσε η απόλυτη ησυχία. Κανένας δεν κυκλοφορούσε τώρα έξω. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Ακόμα και τα φυτά ένιωθες ότι κοιμούνταν. Έχω την εντύπωση, ότι και με κλειστή μπαλκονόπορτα, μπορώ να εισπνεύσω αυτή τη πρωινή αύρα που αναδύεται στην ατμόσφαιρα νωρίς το πρωί.

Δυνάμωσα ελάχιστα τη μουσική απ’ το ανοιχτό λάπτοπ σε μια προσπάθεια να ξεφύγω απ’ τη σκέψη των ονείρων που είδα. Ήταν ένα συνονθύλευμα επιθυμιών και φόβων, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Την Α. να συνωμοτεί με τον Χ. και να του λέει να με έχει από κοντά. Τη Γ. να έρχεται να μείνει μαζί μου στη Μυτιλήνη. Οι φωτογραφίες μας στο δωμάτιο της να κομματιάζονται και να σκορπίζονται στο πάτωμα. Τα μπλαβιασμένα μάτια της αδερφής μου, μετά το πολύωρο κλάμα, ενώ εγώ να την παρηγορώ και να της λέω ότι δεν είναι νεκρή. Εμένα να αγκαλιάζω σφιχτά τη μητέρα μου και να της λέω, να την εκλιπαρώ, να μην μπει σ’ αυτό το καταραμένο αυτοκίνητο. Και στο τέλος εμένα. Εμένα να μην ξέρω πώς να ζήσω έτσι. Άυπνες νύχτες, εφιάλτες, ξυπνήματα το απόβραδο, νοσοκομεία. Και εγώ εκεί, εκεί να χάνομαι και να χάνω το μυαλό μου και να ξεφωνίζω, να ουρλιάζω αλλά κανένας να μην μου απαντάει γιατί κανείς δεν ακούει.

Βημάτισα αθόρυβα μέχρι την άκρη του κρεβατιού. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμα. Τον πλησίασα, σκεπάζοντάς τον καλύτερα. Η μορφή του μου είναι τόσο μα τόσο οικεία. Αλλά η προσωπικότητά του, η ψυχή του… μου είναι σχεδόν άγνωστη. Άλλαξε. Ο φίλος μου, ο εραστής μου, ο δικός μου Χ., δεν θα κοιμόταν έτσι γαλήνια, στο ζεστό κρεβάτι, ποτέ. Θα βρισκόταν στο χαλί, στο πάτωμα, σε μια γωνία του σπιτιού, να κοιμάται σε μια ακαθόριστα, άβολη στάση. Και έπειτα θα ξυπνούσε, ακόμη ζαλισμένος από χτες, κομμάτια, θα γκρίνιαζε όπως πάντα ότι το κεφάλι του θα σπάσει –μια γκρίνια που έχει γίνει γλυκιά ρουτίνα– και έπειτα θα με μάζευε και μένα και θα φτιάχναμε ζεστό καφέ και θα κουρνιάζαμε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ανάμεσα σε δεκάδες μαξιλάρια. Θα ζούσε έντονα, ακροβατώντας μεταξύ βρωμιάς και λύτρωσης, θα του άρεσαν τα ίδια πράγματα με μένα και θα με καταλάβαινε. Αλλά αυτός που κοιμάται αγέρωχος στο κρεβάτι, δεν είναι ο φίλος μου, όχι όπως τον θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει ο Χ. που είναι τώρα. Είναι πιο ήρεμος, πιο σοβαρός, ξέρει επιτέλους τι θέλει. Και αυτό είναι ευχάριστο, γιατί έτσι είναι χαρούμενος, κι εγώ θέλω να είναι χαρούμενος. Αλλά η νοσταλγία, αυτή η γαμημένη νοσταλγία, δεν αφήνει τα αισθήματα να είναι αμοιβαία.

No comments:

Post a Comment