September 13, 2012

Μα εγώ κι εσύ αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε πόνος. Και ο πόνος είναι ηδονή και η ηδονή αντέχεται.


«Το βάζεις στα πόδια;», γέλασε πικρόχολα. Δεν άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα, ωστόσο δεν γύρισα ούτε να τον κοιτάξω. «Φεύγεις μακριά μου, για να πας που;», είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη, μέσα στο μπερδεμένο, σαρκαστικό του γέλιο. «Σ’ αυτούς; Στον Μ. και τον Μ. που δεν θέλουν ούτε να σε βλέπουν μετά το συμβάν με την Α. ; Στον Ά. που θέλει να σε πηδήξει; Στη Μ. που καταβάθος σε απεχθάνεται γιατί ξέρει ότι ο γκόμενός της θέλει εσένα; Ή στον Γ. που του έχεις γαμήσει την παρέα;», είπε ψυχρά και η αλήθεια που φανέρωναν οι λέξεις του, έδιωχναν το οξυγόνο απ’ τα πνευμόνια μου, με αποτέλεσμα να επιταχύνω την αναπνοή μου.

Μάζεψα όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, για να του ανταπαντήσω. «Δεν είσαι σε καλύτερη θέση», σιγομουρμούρισα, παλεύοντας για να μην σπάσει η φωνή μου.

Το σκοτεινό, γοητευτικό του πρόσωπο, παραμορφώθηκε, ενώνοντας τα φρύδια του. «Εγώ; Όχι, όχι καθόλου, σε καμία περίπτωση δεν είμαι σε καλύτερη θέση. Μόνο που εγώ πάντα είμαι μόνος!», είπε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του και χαμογελώντας πλατιά. «Εγώ δεν χρειάζομαι κανέναν, τη γουστάρω τη μοναξιά. Εσύ όμως είσαι μόνη και δεν το αντέχεις», συνέχισε. «Ξέρεις ότι είσαι μόνη και ότι κανένας δεν πρόκειται να σε καταλάβει και γι αυτό ακριβώς βολεύεσαι σε μια παρέα που σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι δεν σε πνίγει η μοναξιά. Αλλά να που το έχασες κι αυτό. Είσαι μόνη. Είσαι μόνη και δεν είσαι μοναχικό άτομο, Αλεξάνδρα», γέλασε ξανά, ενώ άρχισε να με πλησιάζει. «Μόνο εγώ μπορώ να σε αντέχω. Εγώ κι εσύ… πάντα μαζί θα καταλήγουμε», μου ψιθύρισε στο αυτί και ρίγησα νιώθοντας την αναπνοή του. Έκλεισα τα μάτια μου, αφού είδα το χέρι του να πλησιάζει τον λαιμό μου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για την στιγμιαία ηδονή που θα ένιωθα στο άγγιγμά του.


Το άγγιγμα δεν ήρθε ποτέ.

No comments:

Post a Comment