October 31, 2012

I know, the past will catch you up as you run faster


- Απλά περίμενε μέχρι να φύγω. Όταν φύγω από εδώ όλα θα φτιάξουν. Όλα θα είναι πολύ μακριά για να με βλάψουν.



Σωπαίνω. Τι να πω? Κι εγώ τα ίδια δεν έλεγα όταν ήμουν 3η λυκείου? Δεν θα πω τίποτα. Είναι κάτι που θα το αντιληφθεί μόνη της.
Υπήρξα κι εγώ στη θέση της. Όταν έμαθα ότι πέρασα, ετοίμαζα μανιωδώς τα πράγματά μου, ήμουν συνεχώς ενθουσιασμένη και τέλος, έριξα ένα μεγάλο φάσκελο προς όλες τις κατευθύνσεις και μπήκα στο πολυπόθητο πλοίο για να φύγω απ' όλους αυτούς τους παπάρες που τόσα χρόνια μου γάμησαν την αυτοεκτίμηση, μου πέταξαν τον εγωισμό στο πάτωμα, και μου έφτυσαν την περηφάνια με όποιο τρόπο μπορούσαν. Και όλα ήταν όμορφα στην αρχή. Όλα ήταν απλά υπέροχα. Μέχρι τη στιγμή που αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι επειδή άφησες εκείνους πίσω και επειδή οι αναμνήσεις σταμάτησαν να προκαλούν πόνο, δεν σημαίνει ότι τα σημάδια που άφησαν πάνω σου θα ξεθωριάσουν. Συνειδητοποιείς ότι όλος αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος ναι μεν δεν είναι πια παρόν, αλλά έχει χαραχτεί σε κάθε ίντσα του κορμιού σου, κάνοντάς σε κάτι που δεν είσαι -στην προκειμένη μια καλοκάγαθη πλην σκατόψυχη καριόλα. Και αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο κουβαλάς στις πλάτες σου το παρελθόν που νόμιζες ότι εγκατέλειψες αλλά φορτώνεσαι και χίλια δυο νέα προβλήματα που πάνε πακέτο με τη  "νέα αρχη". Με λίγα λόγια όσο τρέχεις να ξεφύγεις απ' τα θέματα που έχεις, τόσα περισσότερα μαζεύεις, και μαζεύεις, και μαζεύεις, ΚΑΙ ΜΑΖΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΖΕΥΕΙΣ. Και ή απλά θα κάτσεις να τα αντιμετωπίσεις ή θα αρχίσει ένα νέο φευγιό, το οποίο ξεκινάς με την ελπίδα ότι απλά πήγε κάτι στραβά σ' αυτό. 
Στο τέλος απλά μένεις να αναρωτιέσαι τι κάνεις λάθος, ενώ μέσα σου ξέρεις πολύ καλά την απάντηση.



- Όλα θα γίνουν καλυτερα. Θα φτιάξουν, θα δεις... Θα δεις...



October 30, 2012

Χαρά και Τσαχπινιά (not)


Σε φάση "απλά χρειάζομαι να γράψω".



Δεν ξέρω, απλά αυτές οι μέρες δεν αντέχονται. Δεν αντέχονται σου λέω. Λιβανίζω τον μισοτελειωμένο καφέ που πίνω απ' το πρωί, περιμένοντας υποσυνείδητα να ξαναπέσει το κουρτινόξυλο και να ανεβαίνω ξανά με τις μπιτζάμες και τα 12ποντα σε καρέκλες να το βάλω στη θέση του, έτσι, για να έχω για κάτι να γκρινιάξω. Και είχα μια χαρά σήμερα που επιτέλους ξύπνησα και θα πήγαινα στο πρωινό μάθημα... αρχίδια. Ούτε μισή σελίδα σημειώσεις δεν μπόρεσα να κρατήσω. Και το μόνο που μου έχει μείνει απ' το μάθημα είναι η φωνή της λογικής μέσα στο κεφάλι μου να ουρλιάζει κάθε φορά που ο νους μου ταξίδευε στο υπερπέραν και όχι σ' αυτά που έγραφε ο πίνακας. Ε και επειδή είδα ότι το να προσέξω τη διάλεξη ήταν ένα άπιαστο όνειρο (και επειδή η κοιλίτσα μου γουργούριζε απ' τις 8 για παγωτό) κατέβηκα απ' το Πανεπιστήμιο και τριγύρισα λίγο στο κέντρο. Σφοδρό λάθος. Με έπιασε η καταναλωτική μου μανία και μόνο παγωτό δεν αγόρασα. Αντιθέτως όλη την Ερμού την έκανα πλούσια (ξανά) και με το παραπάνω. Τουλάχιστον πήρα αυτήν την ωραία, φουξ λάμπα με τα στρας μέσα που κάνει ωραία σχέδια στον τοίχο και έχω να χαζεύω.



//Αναστεναγμός




Άσε που σήμερα είχε έναν άκρως φωτεινό, λαμπερό και εκνευριστικό ήλιο που με έκανε να αναπολώ την απίστευτη χθεσινή, μουντή, μέρα. Τι ωραία που ήταν χτες πλάκα-πλάκα. Έβρεχε του πούστη και λίγοι ήταν οι πυροβολημένοι λάικ μι που τριγυρνούσαν στο νησί απλώνοντας το μπουφάν τους στα βρεγμένα πεζοδρόμια για να αράξουν και να πιουν ήσυχα-ήσυχα τη ρετσίνα τους. Το μόνο που μου είχε ξινίσει ήταν που το π ήταν κλειστό και δεν μπόρεσα να πάω να πληρώσω για τις προάλλες που βάρεσα μια φρίκη μες τη σούρα μου, και μου καρφώθηκε στο μυαλό να φύγω χωρίς να δώσω ευρώ.




//Αναστεναγμός




Και είναι και ότι έχω ξεμείνει από βιβλία. Μαλακία που σήμερα δεν πρόλαβα να πάω απ' το βιβλιοπωλείο να παραγγείλω ξανά την Τριστέσα του Τζ. Κέρουακ (και ναι, εσύ αρχίδι, ναι εσύ, που μου το δανείστηκες και το έχασες, να ξέρεις ότι έχεις εξασφαλίσει ένα καζάνι ολόδικό σου στην κόλαση) και μια συλλογή πεζών του Καζατζάκη. Βέβαια μου πέρασε απ' το μυαλό να τα κατεβάσω σε e-books εάν τα βρω, αλλά 1ον άλλο να έχεις το βιβλίο στα χέρια σου, να το ξεφυλλίζεις για να ανατρέχεις σε σελίδες, να σημειώνεις τα αγαπημένα σου αποφθέγματα και να μυρίζεις αυτήν την απίστευτη μυρωδιά που έχουν τα βιβλία και 2ον μου κόψανε το ίντερνετ -για ποιο πούστη λόγο δεν ξέρω, αλλά όλοι κατανοούμε τη νοητική στέρηση που διακατέχει τον ΟΤΕ στο νησί- και ο μαλάκας ο γείτονας μένει μακριά, οπότε με 2 γραμμούλες σήμα μόνο αρχίδια μπορώ να κατεβάσω.




//Αναστεναγμός


//Σιωπή ΑΚΑ διάλειμμα για τσιγάρο



Και που είχα μείνει? Α, ναι. Είναι κι εκείνη που μου λείπει οικτρά και έχει γίνει ο νο1 λόγος της μελαγχολίας μου και με βασανίζει που δεν με συγχωρεί και με βασανίζει που χτυπάω τη κεφάλα μου στον τοίχο για να την ξεχάσω και δεν κάνει, γατί ήδη το πρώτο καρούμπαλο άρχισε να αχνοφαίνεται. Και είναι κι εκείνος που τον περιμένω τόσο πολύ να έρθει γιατί μου έχει λείψει, αλλά τρέμω στην ιδέα να περάσουμε πάνω από βδομάδα μαζί, στο σπίτι μου, στον χώρο μου. Δε βαριέσαι... τουλάχιστον 1ον κατάφερα να αδειάσω τη χοληδόχο κύστη μου, βγάζοντας όση μνησικακία είχε μαζευτεί μέσα μου, στο καταλληλότερο άτομο -και μιας και σε θυμήθηκα, φακ οφ καριόλη, το ντιλίτ που μου έριξες το καταφχαριστήθηκα όπως και την αμηχανία στο βλέμμα σου όταν σε έκανα ρεζίλι- και 2ον νιώθω τις λιγούρες και το πρήξιμο της περιόδου που έρχεται. Ωραία, καμία εγκυμοσύνη κι αυτόν τον μήνα. Καλά είμαστε.




//Αναστεναγμός




Πάω να ρίξω το κουρτινόξυλο. Δεν το βλέπω να πέφτει από μόνο του.



October 28, 2012

Όχι άλλοι έρωτες, γιατί εγώ το ζήτησα







Και θα ακουστεί πολύ κλισέ αλλά, ΣΕΞ ΠΑΝΤΟΥ, ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ.



Γιατί έτσι μας βολεύει.


October 27, 2012

And I can't sleep, without your breathing-And I can't breathe, each time you're leaving


Βιάζομαι. Με ρωτάς γιατί βιάζομαι. 
Γιατί απλώς κυνηγάω αυτό που θέλω στοχασμέ μου. 
Βιάζομαι να φύγω γιατί βαριέμαι εύκολα. 
Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το αίσθημα της ανίας. 
Μη μου κρατάς κακία, ξέρεις ότι όταν κάτι μου καρφωθεί στο κεφάλι, πιέζομαι, τρώγομαι με τα ρούχα μου.  
Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να τριγυρνάω. 
Μη με κοιτάς έτσι… Θυμάσαι που κάθε βράδυ σε παρακαλούσα να βγούμε έξω? 
Δεν μπορώ τα βράδια να κάθομαι σπίτι. 
Τα βράδια είναι τόσο όμορφα, σε καλούν να βγεις έξω να τα ζήσεις –ένα κάλεσμα που δεν μπορώ να αγνοήσω– αν κάτσω μέσα, ασφυκτιώ, με πνίγουν οι τοίχοι του σπιτιού μου, γιατί να κάτσω σπίτι, δεν έχει τίποτα καινούριο το σπίτι μου να γνωρίσω. 
Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να γνωρίζω καινούρια πράγματα? 
Νέα τοπία, νέους ανθρώπους –ειδικά νέους ανθρώπους. 
Κάθε τόσο μου απλώνουν τα χέρια τους, να τους εμπιστευτώ. 
Ποτέ δεν τ' άγγιξα. 
Ποτέ δεν θέλησα να με βοηθήσουν. 
Και θέλω να αποκτήσω φτερά. 
Όσοι δεν έχουν φτερά περπατούν αργά. 
Πρέπει να δικαιολογούν την κάθε τους κίνηση, το κάθε τους βήμα. 
Κουράζονται, σκοντάφτουν, μένουν πίσω. 
Κι έτσι θα συνεχίσω να φεύγω. 
Γιατί δεν μου φτάνει. 
Και δεν θα μου φτάσει ποτέ. 
Είμαι συνεχώς πεινασμένη για κάτι καινούριο.
Ξέρω ότι τίποτα δεν μου είναι αρκετό.
Παίρνω ό, τι μπορώ να πάρω και έπειτα πέφτω ξανά στο ψάξιμο. 
Όχι, μη λες ότι σ’ αφήνω. 
Ξέρω, με μισείς αλλά κι αυτό μου φτάνει. 
Ψοφάω για μίσος. 
Ψοφάω για το κάθε τι που μπορείς να νιώσεις για μένα. 
Μόνο μην πονάς τόσο. 
Θες ψέματα? Θα τα έχεις. 
Θες να σου πω ότι θα μείνω? Εντάξει. 
Αλλά μέρα με τη μέρα θ’ απομακρύνομαι. 
Δεν αντέχω να μένω στάσιμη. 
Με πας βήματα γοργά προς τα πίσω και δεν θα το επιτρέψω. 
Πάντα το φευγιό κυνηγάω. 
Και δεν το μετανιώνω ποτέ.   

October 25, 2012

Επιθυμώ ό, τι μου κάνει κακό




και όπως είπε κι ο Ελύτης,


γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο.






και κάτι τέτοιες ώρες αναρωτιέμαι που είναι ο θεός σας.
ο οποίος να θυμίσω ότι πέθανε για τις δικές του αμαρτίες -όχι για τις δικές μου.
εγώ έχω ακόμα πολλές αμαρτίες να κάνω και πόθους να εκπληρώσω μέχρι να πεθάνω. έτσι?και είμαι ακόμα στο μηδέν.



October 24, 2012

Κάψτε το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Ή τουλάχιστον το μισό)



Γιατί? Γιατί η μόνη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό για να περιγράψω το Πανεπιστήμιο είναι: ΑΣΧΗΜΙΑ.

Γιατί η πλειονότητα είναι όλοι και όλες τόσο άσχημοι εκεί μέσα –και δεν εννοώ εμφανισιακά. Μη μιλήσω για την καλλιτεχνική στέρηση που σας διακατέχει. Και είστε άσχημοι, απ’ την προσωπικότητα, μέχρι την μουσική, μέχρι τα πάντα. Και στην τελική συγνώμη που δεν ακούω το χιλιομασημένο ποπ μπιτάκι που βγήκε πρόσφατα, δεν συχνάζω στο μάνκι, το λίβινγκ, το μαρούς και δεν αποκαλώ φρικιό και ξέκωλο όποιον ντύνεται διαφορετικά από μένα. Ναι, για σας μιλάω, εσάς που μαζεύεστε σε πηγαδάκια στο κυλικείο και σχολιάζεται οποιοδήποτε δίποδο –μην πω και τετράποδο, γιατί μέχρι και τα αθώα σκυλάκια έχω ακούσει να κράζετε, τζιζους δηλαδή– περνάει την καταραμένη είσοδο για να πάρει έναν καφέ ν’ ανοίξει το μάτι του. Πόσες φορές έχω ακούσει να κράζετε συναδέλφους με τζίβες, μακριές έθνικ φούστες, άτομα με πολύχρωμα μαλλιά, άτομα με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις, άτομα με παραπάνω κιλά, εμένα την ίδια, και ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΑΣ. Πάω στοίχημα καταλάθος σε καθρέφτη να κοιτιόσασταν, θα ξεκινούσατε το κρα.

Όχι, δεν θα ασκήσω λογοκρισία.

Όχι, δεν θα κράξω πολύ.

Αλλά γιατί μωρή χαρβάλω να κάτσεις να σχολιάσεις όλους αυτούς που στο κάτω κάτω ούτε που γυρνάνε να κράξουν τα εξωγήινα, τεράστια, χίπστερ γυαλιά σου και τη 12ποντη γόβα που δεν ξέρεις να περπατάς κάθε βράδυ που ξενυχτάς στο μάνκι και ενημερώνεις γι αυτό όλο το φεισμπουκ?

Και παρόλο που δεν με ευχαριστεί ιδιαίτερα, κυρίως επειδή έχουμε τελείως διαφορετική ιδεολογία, τα άτομα που συμπαθώ εκτιμώ στο πανεπιστήμιο είναι οι αναρχικοί μη κομματικοποιημένοι/παραταξιοποιημένοι τισκατά. Γιατί? Γιατί θα πάρουν μια μπύρα στο χέρι, θα κάτσουν σκαλάκια και θα είναι πρόθυμοι να συζητήσουν, να γελάσουν, να ανταλλάξουν απόψεις και μαλακίες με τον οποιονδήποτε. Θα κάνουν τα πιο γαμάτα πάρτι, θα χορεύουν λες και δεν υπάρχει αύριο, θα τα πίνουν με τον κάθε άγνωστο και απλά θα περνάνε καλά. Διοργανώσουν πολιτικές συζητήσεις στο Μπίνειο, έχουν προβολές ταινιών, έχουν τον ραδιοφωνικό σταθμό τους, βγαίνουν σε πορείες και μέσα απ’ όλα αυτά στηρίζουν την ιδεολογία τους και εκφράζουν άφοβα τα πιστεύω τους χωρίς –και πιστέψτε με αυτό είναι πολύ σημαντικό –να χαδεύουν κανενός καριόλη τ’ αυτάκια, να γλείφουν τον κάθε στόκο και χωρίς να στηρίζονται από κάποιο μεγάλο κόμμα για να πάρουν άτομα με το μέρος τους.

Δυστυχώς όμως όλοι αυτοί καλύπτονται απ’ το γκλάμουρνες των από πάνω. Στους οποίους από πάνω εύχομαι ολόψυχα να τους πατήσει τρένο, ειδικά αυτούς που επικαλέστηκαν το όνομά μου επί ματαίω. Και να είστε ευγνώμονες που σας εύχομαι αυτήν την τύχη, γιατί θα μπορούσα να φανταστώ έναν πολύ πιο οδυνηρό θάνατο αλλά σε αντίθεση με σας εγώ διατηρώ την καλοσύνη μου. Εύχομαι λοιπόν να γίνεται λιώμα και να μαζέψουμε τα εντόσθιά σας, να τα κάψουμε και να φτιάξουμε χρώματα με την τέφρα τους <3

Ή πιο απλά τέλος πάντων κιλλ δεμ μπιφόρ δέι λέι εγκς.

Πάω να καπνίσω τα τσιγάρα που έκλαψαν ως τώρα τα πνευμόνια μου.

Εις το επανιδείν.
     

                                 
        

October 23, 2012

Memories never say goodbye/Honey, you knew, you could never hurt me like i hurt you




Και θέλω να ξανανιώσω τον παλμό όλης της Αθήνας με την Κ. όπως τότε .
 .
Το ατελείωτο περπάτημα στους δρόμους και τα οτοστόπ νωρίς το πρωί, με το μόνο που να έχουμε στις τσέπες μας και να θυμίζει λεφτά να είναι ένα χαρτονόμισμα απ’ τη μονόπολη.
 .
Τα redbull που καταναλώναμε. Πρωί-μεσημέρι-βράδυ.
 .
Εκείνος ο τοίχος στην Ομόνοια που είχα γράψει μια αγαπημένη μου φράση και τα γέλια της όταν κατέληξα να ξερνάω πάνω του.
 .
Ο καυγάς στο Φοξ και το πρώτο μας φιλί.
 .
Οι εξομολογήσεις το απόβραδο, στο πάτωμα του σπιτιού της, αφού είχαμε αναλύσει τους στίχους από κάθε τραγούδι των placebo.
 .
Δέκα το πρωί, να κρατάω την τσάντα της και να τρέχουμε για να προλάβει το λεωφορείο, με τη μπύρα στο χέρι κι ακόμα μεθυσμένη, γιατί έδινε μάθημα στο Πανεπιστήμιο και το είχε ξεχάσει.
 .
Το κυνηγητό με τον ταξιτζή επειδή φύγαμε χωρίς να τον πληρώσουμε.
 .
Το βράδυ που μείναμε άστεγες γιατί ξεχάσαμε τα κλειδιά και κοιμηθήκαμε στα γρασίδια.
 .
Οι ατέλειωτες γόπες στο πάτωμα και τα χιλιοχρησιμοποιημένα πλαστικά ποτήρια για καφέ.
 .
Το βαλς μέσα στο μετρό με τα φουσκωτά μπαλόνια μπομπ σφουγγαράκι.
 .
Το βίντεο με το οποίο απειλούσαμε τον Geo όταν έλεγε ότι θα πέσει στο λιμάνι του Πειραιά. Και έπεσε.
 .
Το απίστευτο πατρονάρισμα που μου έκανε, η κριτική και οι ατέλειωτες ερωτήσεις της.
 .


Με ξέρεις. κι ακριβώς επειδή με ξέρεις δεν έχεις δικαιολογία. Δεν θα πω ότι φταις, αλλά ούτε θα δεχτώ ότι φταίω εγώ. Δε φταίω που είμαι ο εαυτός μου - Δε φταίω που κάποτε με δέχτηκες όπως είμαι.


- Ό, τι κι αν γίνει, ορκίσου ότι θα μείνουμε φίλες και θα ξανάρθεις.


Εγώ ορκίστηκα. Εσύ?


October 22, 2012



Θα έβαζα όλη μου τη σιχαμάρα για το άτομό σου σε λέξεις, αλλά σιγά μη σου κάνω τη χάρη.




Μου φτάνει που σε έδωσαν στεγνά οι ίδιοι σου οι "φίλοι" σε μένα κατευθείαν.





Και μου φτάνει που ήδη είσαι καταδικασμένος απ' τη φύση να τελειώνεις γκουχ μέσα σε 10 λεπτά γκουχ. 




Και όσο σκέφτομαι ότι αργά ή γρήγορα θα μου δοθεί η ευκαιρία να σε κάνω ρεζίλι σε όλο το πανεπιστήμιο, η μαύρη μου καρδούλα λιώνει από ευχαρίστηση σαν σοκολάτα γάλακτος τον Αύγουστο.




<3  




October 18, 2012

Αλλάξαμε θαρρώ. Τι να μου πεις εσύ, τι να σου πω κι εγώ?


Είναι εξίμιση το πρωί, κοιμήθηκα το πολύ κανένα μισάωρο και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ βασανιζόμενη απ’ τα όνειρα και τους εφιάλτες μου. Επιπλέον, έχω και αυτόν τον απαίσιο βήχα να με βασανίζει, τη ζαλάδα και τον πόνο σε όλο μου το σώμα απ’ τα συνεχόμενα ξενύχτια και την έλλειψη ύπνου. Μην αναφέρω και τις φριχτές διαταραχές ύπνου, που άρχισαν και πάλι να με περιτριγυρίζουν. Δεν είχα μιλήσει ακόμα στη Γ. για το όνειρο που είχα δει στο σπίτι του Χ. και την αδυναμία μου να αναπνεύσω. Όχι ότι δεν την εμπιστεύομαι, απλά φοβάμαι ακόμα και να το προφέρω δυνατά. Αυτή η αίσθηση πνιγμού και αυτός ο πανικός αμέσως μόλις ξυπνάω, κάνει το σώμα μου να τραντάζεται και να τρέμει από φόβο μόλις το ξαναφέρνω στο νου μου. Έτσι λοιπόν, αδυνατώντας να ανταπεξέλθω σε όλα αυτά, κατέληξα να ψάχνω παρηγοριά σε ένα τσιγάρο, λίγη μουσική και έναν ζεστό, προχειροφτιαγμένο καφέ.

Έκανα λίγο πέρα την μωβ-μαύρη κουρτίνα για να ρίξω μια ματιά έξω. Ο ουρανός είχε ένα σκοτεινό μπλε χρώμα και κυριαρχούσε η απόλυτη ησυχία. Κανένας δεν κυκλοφορούσε τώρα έξω. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Ακόμα και τα φυτά ένιωθες ότι κοιμούνταν. Έχω την εντύπωση, ότι και με κλειστή μπαλκονόπορτα, μπορώ να εισπνεύσω αυτή τη πρωινή αύρα που αναδύεται στην ατμόσφαιρα νωρίς το πρωί.

Δυνάμωσα ελάχιστα τη μουσική απ’ το ανοιχτό λάπτοπ σε μια προσπάθεια να ξεφύγω απ’ τη σκέψη των ονείρων που είδα. Ήταν ένα συνονθύλευμα επιθυμιών και φόβων, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Την Α. να συνωμοτεί με τον Χ. και να του λέει να με έχει από κοντά. Τη Γ. να έρχεται να μείνει μαζί μου στη Μυτιλήνη. Οι φωτογραφίες μας στο δωμάτιο της να κομματιάζονται και να σκορπίζονται στο πάτωμα. Τα μπλαβιασμένα μάτια της αδερφής μου, μετά το πολύωρο κλάμα, ενώ εγώ να την παρηγορώ και να της λέω ότι δεν είναι νεκρή. Εμένα να αγκαλιάζω σφιχτά τη μητέρα μου και να της λέω, να την εκλιπαρώ, να μην μπει σ’ αυτό το καταραμένο αυτοκίνητο. Και στο τέλος εμένα. Εμένα να μην ξέρω πώς να ζήσω έτσι. Άυπνες νύχτες, εφιάλτες, ξυπνήματα το απόβραδο, νοσοκομεία. Και εγώ εκεί, εκεί να χάνομαι και να χάνω το μυαλό μου και να ξεφωνίζω, να ουρλιάζω αλλά κανένας να μην μου απαντάει γιατί κανείς δεν ακούει.

Βημάτισα αθόρυβα μέχρι την άκρη του κρεβατιού. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμα. Τον πλησίασα, σκεπάζοντάς τον καλύτερα. Η μορφή του μου είναι τόσο μα τόσο οικεία. Αλλά η προσωπικότητά του, η ψυχή του… μου είναι σχεδόν άγνωστη. Άλλαξε. Ο φίλος μου, ο εραστής μου, ο δικός μου Χ., δεν θα κοιμόταν έτσι γαλήνια, στο ζεστό κρεβάτι, ποτέ. Θα βρισκόταν στο χαλί, στο πάτωμα, σε μια γωνία του σπιτιού, να κοιμάται σε μια ακαθόριστα, άβολη στάση. Και έπειτα θα ξυπνούσε, ακόμη ζαλισμένος από χτες, κομμάτια, θα γκρίνιαζε όπως πάντα ότι το κεφάλι του θα σπάσει –μια γκρίνια που έχει γίνει γλυκιά ρουτίνα– και έπειτα θα με μάζευε και μένα και θα φτιάχναμε ζεστό καφέ και θα κουρνιάζαμε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ανάμεσα σε δεκάδες μαξιλάρια. Θα ζούσε έντονα, ακροβατώντας μεταξύ βρωμιάς και λύτρωσης, θα του άρεσαν τα ίδια πράγματα με μένα και θα με καταλάβαινε. Αλλά αυτός που κοιμάται αγέρωχος στο κρεβάτι, δεν είναι ο φίλος μου, όχι όπως τον θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει ο Χ. που είναι τώρα. Είναι πιο ήρεμος, πιο σοβαρός, ξέρει επιτέλους τι θέλει. Και αυτό είναι ευχάριστο, γιατί έτσι είναι χαρούμενος, κι εγώ θέλω να είναι χαρούμενος. Αλλά η νοσταλγία, αυτή η γαμημένη νοσταλγία, δεν αφήνει τα αισθήματα να είναι αμοιβαία.

October 17, 2012





“Αν ο άνθρωπος είναι μόνος και η αναγκαιότητα μια ψευδαίσθηση, τότε είναι ελεύθερος”





«Μα τώρα δεν έχω τίποτε».

«Το τίποτε είναι τα πάντα!».




October 11, 2012

When you grow up, your heart dies


Την αγκάλιασα σφιχτά. Πόσος καιρός είχε περάσει? Ούτε που θυμάμαι. Τα φυσικά, μαύρα μακριά μαλλιά της, τα μεγάλα αθώα καστανά μάτια, το ψηλόλιγνο σώμα της, η σταρένια επιδερμίδα της. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Και όχι μόνο εμφανισιακά. Λες και ήταν το ίδιο παιδί με τότε.

«Έβλεπα φωτογραφίες μας πριν έρθεις. Αν σε έβλεπα στο δρόμο τώρα δεν θα σε αναγνώριζα».

Σε αντίθεση μ’ αυτήν έχω αλλάξει ουκ ολίγες φορές. Εμφανισιακά δηλαδή. Για το μέσα, ποιος νοιάζεται, ποιος νοιάστηκε ποτέ? Κάθε χρόνο και αλλιώς. Λες και ψάχνω να κατασταλάξω κάπου. Το χειρότερο είναι ότι πριν λίγες μέρες που έκλεισα τα 17 19, ο απολογισμός της χρονιάς που πέρασε ήταν κλασσικά χειρότερος απ’ τον προηγούμενο. Ή ήμουν πάντα έτσι? In the ocean you will remain/For a thousand years you'll be the same. Θλιβερό.

Η Χ. γέμισε το ποτήρι μου ξανά με κρασί. Της εξηγούσα για δεύτερη φορά ότι παίρνω αντιβίωση και δεν κάνει να πίνω, ενώ κατέβαζα αποφασιστικά το κρασί. Αυτοέλεγχος. Η φυσική ομιλητικότητά της δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της και γρήγορα ξεκίνησε να μιλάει ακατάπαυστα. Από ένα σημείο και μετά αδυνατούσα να καταλάβω τι έλεγε. Την κοιτούσα αμίλητη, σκεπτόμενη πόσες αναπνοές παίρνει το λεπτό και σε πόση ώρα θα πιαστεί το σαγόνι της απ’ την τόση κινητικότητα.

«Κι εσύ με τον άλλον?», ρώτησε κάποια στιγμή.

«Τον άφησα».

Κόμπιασε. «Γιατί?».

«Για να δω αν άξιζε τον κόπο».

Η μητέρα της βγήκε στο μπαλκόνι να μας ρωτήσει αν χρειαζόμαστε τίποτα. Την κοίταξα στραβά. Ποτέ δεν την συμπάθησα την κυρία Α. Είναι ο ορισμός της γυναικούλας. Δεν δουλεύει, δεν έχει κοινωνική ζωή, μεγαλώνει τα παιδιά της, φροντίζει το σπίτι της και δέχεται την συνεχή κακοποίηση του άντρα της χωρίς παράπονο. Την σιχαινόμουν. Κάθισε λίγο μαζί μας, επιδεικνύοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για το πώς ήμουν τόσα χρόνια και ποια είναι τα σχέδιά μου για το μέλλον. Η συζήτηση κυλούσε ήρεμα, μέχρι που άρχισα βαριέμαι, και είχα τη φαεινή ιδέα να καπνίσω ό, τι κλεψιμαίικη βρωμιά είχε απομείνει μέσα στον καπνό μου εν παρουσία της.

«Ο καπνός σου μυρίζει περίεργα», σχολίασε κάποια στιγμή, όταν ανακάλυψε ότι η μυρωδιά ερχόταν από εδώ. Η Χ. με κοίταξε δολοφονικά.

«Είναι αρωματικός γι αυτό». Χαμογέλασα ειρωνικά, δαγκώνοντας τα χείλη μου. «Τον πήρα πρόσφατα απ’ το Αϊβαλί. Είναι μισή ώρα με το καράβι απ’ τη Μυτιλήνη», συνέχισα.

«Αααα», έκανε η κυρία Α. και έπνιξα ένα σπαστικό γέλιο που ένιωθα να έρχεται.

Ακολούθησα την Χ. πίσω στο δωμάτιό της αφού είχε λυσσάξει να φύγουμε απ’ το μπαλκόνι. Με έβαλε κάτω και άρχισε να με λογοκρίνει που κορόιδευα τη μητέρα της μπροστά της.

«Ακόμα να περάσεις την εφηβεία σου?».

«Έλα μωρέ χαβαλέ έκανα».

«Όλα για χαβαλέ τα κάνεις. Δεν χόρτασες μαλακίες? Αχ, θα μπλέξεις καμιά ώρα και θα καταλήξεις σε κάνα νοσοκομείο –μην πω χειρότερα».

Χαμογέλασα.


October 9, 2012


Τρώω μία κρέπα και μετά αρχίζω να πλένω πιάτα.

Ε ναι, το υποσχέθηκα στη μάνα μου. Τριγυρνάω στο σπίτι όλη μέρα σαν  κλαψομούνικο ζόμπι χωρίς να κάνω τίποτα, της το χρωστάω. Η βαρεμάρα έχει εισχωρήσει στο είναι μου.

Η στοίβα με τα πιάτα με κοιτάει ειρωνικά. Θέλω απίστευτα να της ανταπαντήσω με μια χειρονομία αλλά μετά ποιος-έχει-χρόνο-για-ψυχοθεραπευτές. Πάει 12 και ήδη 4 ώρες παλεύω με την τεμπελιά μου για να σηκωθώ και να κάνω κάτι, οτιδήποτε. Ο προχειροφτιαγμένος μου καφές θυμίζει πιο πολύ κάτουρο παρά γαλλικό έπειτα από τόσες ώρες.

Γαμημένα άπλυτα πιάτα.

Ακόμα μία κρέπα και σηκώνομαι.

Γαμώτο.

Τελειώνει και η μερέντα.      
        

October 7, 2012

“Σα να ερωτεύτηκες το χάος, τη μαύρη πίσσα, το χαμό σου”


Μια νοσοκόμα να φωνάζει.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου να εμφανίζεται και να χάνεται κι εγώ να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά για πολύ.
Οι λάμπες φθορίου με τυφλώνουν.
Το αυτί μου βουίζει συνεχώς. Δεν μπορώ να ακούσω.
Πώς έφτασα εδώ?
Αιμορραγώ ασταμάτητα. Τα μαλλιά και τα χέρια μου είναι λερωμένα με αίμα. Δεν μπορώ να ακούσω.
Βελόνες, αίματα, επίδεσμοι, ακτινογραφίες, αξονικές, ερωτήσεις κι άλλες ερωτήσεις κι άλλες κι άλλες και δεν τελειώνουν.
- Τι έπαθες?
- Δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα.
- Τι αισθάνεσαι?
- Το δεξί μου αυτί. Δεν ακούω. Δεν μπορώ να ακούσω.

- Θα φύγω.
- Δεν μπορείς να φύγεις, χρειάζεσαι εισαγωγή.
- Γιατί μου στρώνει κρεβάτι? Δεν κάθομαι εδώ μέσα. Θα φύγω. Θα υπογράψω και θα φύγω.
- Πάνε όπου θες. Ειδοποιήσαμε τους φύλακες, θα σε φέρουν σηκωτή πίσω.

- Μείνε μαζί μου. Μη φύγεις. Μη μ’ αφήσεις μόνη.
- Εδώ θα μείνω. Δε φεύγω.
- Όλα θα πάνε καλά?
- Όλα θα πάνε καλά.

Πέρασαν πέντε μέρες.
Αρχίζω να θυμάμαι τα πάντα. Ξερνάω αναμνήσεις.  
Δεν μ’ αρέσουν τα νοσοκομεία.
Νιώθω κλεισμένη σε κλουβί.
Πίνω μια γουλιά απ’ το τσάι μου. Είναι το πέμπτο για σήμερα.
Αγγίζω απαλά το δεξί μου αυτί.
Παίρνω ξανά το ζεστό τσάι στα χέρια μου και μυρίζω με κλειστά τα μάτια. Είναι κάτι που απολαμβάνω περισσότερο απ’ το να πίνω το ίδιο το τσάι.
Αγγίζω απαλά το δεξί μου αυτί.
Δεν ακούω.
Παίρνω το στυλό απ’ το κομοδίνο και γράφω πάνω στο πλαστικό ποτήρι.

Η Άλεξ φοβάται