June 26, 2013

Καν'το όπως το Sims

Μετάνιωσα που ήρθα.
Νιώθω εξουθενωμένη, χωρίς να κάνω ουσιαστικά τίποτα.
Δεν ξέρω.
Και η ευαισθησία μου έχει σπάσει σε κομμάτια και μου βγαίνει παντού. Το καλοκαίρι με κάνει αγαπούλη και ενοχλούμαι. Μαλακώνω και νιώθω άβολα.

Στο σιμς τουλάχιστον παραμένω πολύ μπρούταλ και σκληρή και τερμινέιτορ.
Κάνω παιδιά με τον έναν και με τον άλλον για να δω πώς σκατά θα βγουν και τα σκοτώνω γιατί δε χωράμε στο κουτςκουτς γαμάτο διαμέρισμά μου και δεν θέλω να μετακομίσω.
Είδα και τις προάλλες τον σιχαμένο έκφυλο δεκατριάχρονο απ' την εφηβική μου ηλικία που άμα ήξερε πόσες φορές τον έχω σκοτώσει στο σιμς, θα μου έκανε περιοριστικά μέτρα.
Γαμώτο. Έχει χαλάσει το πισί και δεν μπορώ να παίξω.
Δεν πειράζει ωστόσο. Μια βόλτα έξω να βγω, θα είναι λες και έχω μπει η ίδια στο παιχνίδι.

Η Κομοτηνή είναι στάμιση, βαρετή, ίδια κι απαράλαχτη.
Και οι πολίτες της είναι χαρακτήρες σιμς. Προγραμματισμένοι για το τι θα πουν και τι θα κάνουν.
Μικρές, άθλιες καρικατούρες πραγματικού ανθρώπου φτιαγμένοι για να λένε τα ίδια και τα ίδια, παίρνοντας τις ίδιες κρύες και απρόσωπες εκφράσεις.
Δεν μπορείς να τους επηρεάσεις, δεν μπορούν να σε επηρεάσουν.
Δεν υπάρχει παιχνίδι, ούτε καν ενδιαφέρον.
Νομίζω με μολύνουν.
Σα να με έχει φάει κι εμένα η καθημερινότητα και το πρόγραμμα τελευταία.

Μου λείπουν οι μέρες που πήγαινα σε μπαρ να πάρω ποτό και έπαιρνα τον μπάρμαν.
Τώρα δεν παίρνω τίποτα. Ούτε τον πούλο, που λέμε.
Τώρα παίρνω το βιβλίο μου, τον καφέ μου, το μαγιό, τα γυαλιά ηλίου, τον σκύλο και βγαίνω στο μπαλκόνι.

Το απεχθάνομαι το γαμημένο το καλοκαίρι. 
Αργοπεθαίνω το καλοκαίρι.
Και πριν προλάβω να ξεψυχήσω, έρχεται το βάλσαμο ο Σεπτέμβρης.

Γιατί η διαφορά, είναι ότι δεν μπορώ να σκοτώσω μια και καλή τον εαυτό μου και να τον φτιάξω απ' τη αρχή.

June 19, 2013

...because you don’t destroy the person that you love

Δεν με ενδιαφέρει που της λες ψέματα. Δεν με ενδιαφέρει που έγραψες τόσα χρόνια στ' αρχιδια σου και έκανες το δικό σου. Αλλά εγώ τι σου έφταιξα ρε γελοίε? Εγώ, εγώ, εγώ που σε ανέχτηκα τόσα χρόνια και σε αγαπούσα, τι σου έφταιξα? Σε αγάπησα ρε. Σε λάτρεψα και σε πόνεσα. Κάθε φορά φορά που άραζες τη σιχαμένη αρίδα σου στον καναπέ αγνοώντας τις προσπάθειες που έκανα για σένα, για το λιγο ενδιαφέρον σου, τις θυμάσαι? Πως να τις θυμάσαι? Με πρόσεξες ποτέ αληθινά? Μόνο να με κρίνεις και να με υποβιβάζεις ήσουν άξιος. Και να σκορπάς τα πράσινα, πολύτιμα χαρτονομίσματά σου στα πόδια μου, λες και αυτό ήταν αρκετό για μένα -ωστόσο όντως ήταν αρκετό για εσένα.
Σε λύτρωσε έτσι? 
Έβγαλαν εις πέρας όλες τις ευθύνες σου, έτσι δεν είναι? 
Με πέθανες ρε πούστη μου, με σκότωσες. 
Με έσπρωξες, με πεταξες κάτω, με πάτησες, με κλότσησες και μ' έφτυσες. 
Και τώρα περιμενεις να σταθώ στα πόδια μου. Περιμένεις να σταθώ στα πόδια μου και να πάρω το μέρος σου, καταδικάζοντας το πρώτο άτομο που με αγάπησε και το πρώτο άτομο που κατέστρεψες.
Δεν θα σταθώ στα πόδια μου και το ξέρεις. Εδώ κάτω θα μείνω. Είναι βολικά. Έχει σεξ, χρήμα, αλκοολ, τσιγάρα και ναρκωτικά.
Θα γίνω ένα δεύτερο εγώ σου.
Ένας. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Έλεγε, θυμάμαι, ένας, ότι όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς να καταστρέφονται συνηδειτοποιούν τη θνησιμότητά τους. Αλλά όταν ένας γονιός βλέπει το παιδί του να καταστρέφεται, βλέπει τον χαμό της αθανασίας του.
Κι εσύ, ανίδεε άνθρωπε, αθανασία δεν θα βρεις σε καμία σου ζωή.

June 17, 2013

Τάιζε τον λύκο όσο θες, πάλι στο δάσος θα κοιτάζει

Έπειτα από 2 βδομάδες εξεταστική, οι τελευταίες μέρες ήταν τόσο δραστήριες και τόσο γεμάτες που ήμουν σχεδόν ευτυχισμένη. Είχα παρέα και είχα λεφτά. Άρχοντας.
Και να σου λοιπόν η σημερινή μέρα, μες τη μούχλα και την απραξία που με κάνει να κλαίω από οδύνη και βαρεμάρα με αυτούς τους μούχλες που έχω μπλέξει.
Τουλάχιστον συμμάζεψα το σπίτι. Και αποφάσισα να κόψω το πολύ κάπνισμα και αλκοόλ κοιτάζοντας νωχελικά την άδεια μου τσέπη, τα υπολείμματα πευκοβελόνων στον καπνό μου και το άδειο, μπουκάλι κρασί μπροστά μου μισογεμάτο, φυσικό, μεταλλικό νερό απ' τα Ζαγοροχώρια παραδίπλα.

Θα μπορούσα βέβαια να δανειστώ απ' τον άλλον, που είδα χτες στη συναυλία, αλλά, ναι, δεν. Νομίζω ακόμα μου κρατάει κακία. Τι μου έφταιξε κι αυτός ο κακομοίρης, λες και δεν βαρέθηκα να τον γεμίζω ελπίδες και έπειτα να τον βλέπω να απογοητεύεται. Για δεύτερη φορά. Δεν ξέρω, αυτή η αιώνια υποταγή του, με κουράζει.
Απέφευγα διακριτικά να τον κοιτάξω, χτες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμουν το βλέμμα του επάνω μου.
Κοίταζα αλλού. Παντού γκόμενοι. Ημιγκόμενοι, βασικά. Μπλουζάκια σε σχήμα V και ξυρισμένα στήθη και πόδια. Κάπου είδα και ξυρισμένα χέρια. Και αρώματα. Πολλά αρώματα.

Εσύ, δε φοράς μπλούζες V όμως. Εσύ, δεν ξυρίζεις τις μασχάλες σου και δε φοράς αρώματα. Ιδρώτας απ' την κούραση, αίμα απ' τους καυγάδες, οινόπνευμα απ' το αλκοόλ και σπέρμα απ' το σεξ.  Και αν φορούσες, θα σου έλεγα μην το κάνεις. Πως θα σε αναγνώριζα, εσένα, τόσο αληθινό, μέσα σε ένα πλήθος από ψεύτικες μυρωδιές?
Δεν ξέρω γιατί πάλι μιλάω για σένα. Αυτό που κολλάει η σκέψη σου σε όλους μου τους συνειρμούς με τρελαίνει. Μου φέρνει έξαψη και μια καούρα στο στομάχι και πιέζω τον εαυτό μου να νιώσω το βάρος της πραγματικότητας κάτω απ' τα πόδια μου, πριν αρχίσω να πετάω στα σύννεφα.
Είναι που θέλω να πω τόσα. Να μιλήσω, να περιαυτολογήσω, καταρρακτωδώς για εσένα. Να πω ιστορίες για μπύρες που κλέψαμε οι δυο μας και δεν τις μοιράσαμε ποτέ. Να κουνήσω τα χείλη μου και να περιγράψω τις πιο άρρωστες καταστάσεις μας στολισμένες με σχήματα λόγου και κοινοτυπίες όμορφα ταξινομιμένες, για να κάνουν το άρρωστο να φαίνεται απλά ηδονικό. Να μιλάω για σένα και για ένα πρόωρο "εμάς", που δεν βόλεψε ποτέ κανέναν μας.
Σε απέρριψα κι όμως σε ξαναζητάω πίσω. Είναι εκείνες οι στιγμές, που με πνίγει η μοναξιά μου, και παίρνω πίσω όλες εκείνες τις νύχτες που σ' έδιωξα στο μισοσκόταδο μιας καινούριας μέρας, και μετανιώνω τα φιλιά που σου έκλεψα, βολεύοντάς σε, σε μια παγωμένη αγκαλιά κενών συναισθημάτων. Σε καταχράστηκα αλλά σε θέλω πίσω.
Πάλι στο μηδέν γυρνάω και δε κάνει.
Δεν μπορώ να σε βλέπω να καταστρέφεσαι ξημερωμένος πάλι σε σκαλιά νοσοκομείου. 
Κι αν είχα ταλέντο, θα έγραφα όλα όσα νιώθω για σένα, για να ξεσκίσω την ψυχή μου και να τα βγάλω από εκεί μεσα.
Δεν σ' αγάπησα ποτέ, αλλά σε νοιάζομαι. Και να ξέρεις ότι όντως σε ερωτεύτηκα, απλά ήταν η στιγμή και πέρασε.

Σε λίγες μέρες θα φύγω και θέλω να έρθω να σε βρω, να σε αποχαιρετήσω.
Ίσως φύγω και αύριο, οπότε θα έρθω να σε βρω τώρα.
Βάζω παπούτσια και έρχομαι.
Πρώτα όμως, θα κάνω ένα μπάνιο.
Μου έχουνε μείνει και λίγα λεφτά, ίσως πάρω και μία μπύρα στον δρόμο.
Ξέρεις, σα να νιώθω λίγο κουρασμένη.
Μάλλον θα κάτσω σπίτι.

June 12, 2013

Η ευτυχία μου είμαι εγώ, όχι εσύ

"Φέρσου σαν πουτάνα. Κάνε την γαμημένη τη πουστιά, αφού το θέλεις."

Και ναι, θα την έκανα την πουστιά, αλλά δεν μ' αρέσει να με διατάζουν.


Κι άμα ήμουν σκύλος, θα σε κατουρούσα για να σου δείξω ότι εσύ ανήκεις σε μένα και όχι εγώ σε σένα.


Να μη μου κάνεις υποδείξεις.

Εγώ θα βρω τον δρόμο μου.

Αλλά, γαμώτο, απ' την άλλη, είναι τόσο δύσκολο. 
Να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου, εννοώ. 
Να αναλάβεις την ευθύνη να πετύχεις πράγματα στη ζωή σου, να νιώθεις περήφανος για τον εαυτό σου και το πιο δυσκολο απ' όλα, να εισαι απλά χαρούμενος.
Δεν μπορώ. Είμαι ευθυνόφοβη.
Γαμώτο, ούτε έναν λογαριασμό δεν μπορώ να πληρώσω στην ώρα του, πως θα πάρω την ευθύνη του εαυτού μου στα χέρια μου?
Απ' την άλλη πάλι, δεν θα βρεθεί κανένας άλλος να την πάρει από μένα και να την βγάλει εις πέρας. Ναι, κρίμα, το ξέρω.
Τι στον μπούτζο ρε πούστη μου μόνο εγώ νιώθω ολότελα χαμένη? Κι αν όχι, που είναι οι άλλοι? Που είστε οι άλλοι? Οέο? Θέλω παρέα.
Θέλω παρέα για να μιζεριάσω και να αποδεχτώ μαζί με άλλους της φάρας μου, ότι καλύτεροι άνθρωποι, δεν θα γίνουμε ποτέ, κι ας χτυπάμε τα κωλιά μας κάτω.
Γιατί όταν καταβάλεις τόσο υπεράνθρωπες προσπάθειες για να αποδεχτείς επιτέλους τον εαυτό σου και τη φυση σου, έτσι όπως ακριβώς είναι, δεν έχεις ούτε την όρεξη ούτε το κουράγιο να καλυτερέψεις. 

Και η ευτυχία? Που εξαφανίζεται αυτή?


"Δεν θα τη βρεις ποτέ, ξέρεις. Την έχει απομυζήσει η πραγματικότητα"


June 11, 2013

02:09:00

Διάβαζε. Έχεις εξεταστική να γράψεις. 
Μα δε θέλω. Μα πρέπει. 
Γράψε καλά στην εξεταστική. Έχεις Πανεπιστήμιο να τελειώσεις.
Μα δε θέλω. Μα πρέπει.
Δούλεψε. Έχεις λεφτά να βγάλεις.
Μα δε θέλω. Μα πρέπει.
Κουράσου. Έχεις 8ωρα να δουλεύεις.
Μα δε θέλω. Μα πρέπει.
~
Δεν ξέρω.
Να πάνε να γαμηθούν.
Βγάλε το δημοτικό, βγάλε  το γυμνάσιο, βγάλε το λύκειο, βγάλε το Πανεπιστήμιο, βρες δουλειά, βρες άντρα, κανε παιδιά, πάρε σύνταξη.
Και τώρα μπορείς να ζήσεις.
Τώρα, μπορείς να κάνεις ό, τι θες. 
Τώρα που είσαι στα 60, έχεις σπίτι, έχεις λεφτά.
Το μόνο που δεν έχεις είναι ευθύνες.
Α, και χρόνος.
Και όρεξη.
Και δύναμη.
Μήπως στα 60 δεν έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου τελικά?
Όχι, δεν την έχεις.
Μα ούτε και πριν την είχες.
Δεν ξέρω, έχω ενα βιβλίο του Κέρουακ μπροστά μου.
Εκείνος δεν ακολούθησε το πλάνο.
Γιατί υπάρχει πλάνο?
Δεν ξέρω.
Να πάνε να γαμηθούν.
~
Μα δεν θέλω να ζω ένα πλάνο. 
Μα πρέπει.
Μα δεν θέλω να ζω ένα πρόγραμμα.
Μα πρέπει.
~
Δεν. Θέλω.

June 6, 2013

Ο Κόσμος είναι ένα Αεροπλάνο

Φουλ τα βιβλία τις τελευταίες μέρες μου έχουν φάει την ψυχή. Το εννοώ. Όσους κόσμους κι αν ζήσεις μέσα απ' τα βιβλία, όσες γνώσεις κι αν πάρεις, όταν φτάνουν σε σημείο να σε κρατάνε επίμονα  κουλουριασμένο μέσα στις αμέτρητες σελίδες τους, γεμίζοντάς σε με εμμονές με τις άπειρες πληροφορίες για σκέψη, νιώθεις τον εθισμό και τη σταδιακή απομάκρυνση απ' την πραγματικότητά σου. 
"Ελευθερώθηκα απ' τα βιβλία. Για χρόνια δεν εδιάβασα τίποτε, και αυτό ήταν το μεγαλύτερο ευεργέτημα που έκανα ποτέ στον εαυτο μου", συνήθιζε να λέει ο Νίτσε.
Τα βιβλία λοιπόν με αποσπούν συνεχώς τις τελευταίες μέρες απ' το διάβασμα μου για την εξεταστική, και με αφορμή ένα βιβλίο που ξαναέπιασα στα χέρια μου, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι ένα αεροπλάνο.

Κάποιοι άνθρωποι είναι πιλότοι.

Κάποιο άνθρωποι είναι επιβάτες.
Κάποιοι οδηγούν και κάποιοι επαναπαύονται βολικά στις θέσεις τους και πηγαίνουν όπου τους τραβήξουν οι πρώτοι.

Οι πιλότοι είναι ανήσυχα πνεύματα .

Στους πιλοτους ανήκει ο κόσμος.
Η μόνη γνώση που έχει σημασία γι αυτούς είναι εκείνη που αποκτούν μονάχοι τους, κάνοντας αυτό που θέλουν να κάνουν.
Είναι ελεύθεροι να αλλάξουν γνώμη, να διαλέξουν άλλο μέλλον ή άλλο παρελθόν.
Οι πιλότοι μπορεί να πουλήσουν κάρβουνα στον Διάβολο.

Οι επιβάτες είναι ήσυχα πνεύματα, βολικά -αν όχι βολεμένα.

Οι επιβάτες ανήκουν στον κόσμο.
Οι γνώσεις τους είναι αναμασημένες, γνώσεις άλλων, δεν έχουν αποκλειστικά δική τους γνώμη πάνω σε κάτι, απο δικά τους βιώματα.
Συμβιβάζονται με το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον τους, όποιο κι αν είναι αυτό.
Οι επιβάτες μπορεί να αγοράσουν αέρα από άστεγο.

Δεν ξέρω. Αρχίζω να έχω την εντύπωση ότι εγώ είμαι απλά αεροσυνοδός.

Αλλά.
Το κύριο ερωτημα δεν είναι που κατατάσσεσαι. Αλλά το που επιθυμείς να καταταχτείς.
Και για να κλείσω:
"Ποτέ δε συμβαίνει να έχεις μια επιθυμία χωρίς να έχεις συγχρόνως και τη δυναμη για την πραγματοποίηση της. Μπορεί, ωστόσο, ν' αναγκαστείς να εργαστείς γι αυτό" -Ρίτσαρντ Μπαχ