March 21, 2015

Dear Diary

Πριν ξεκινήσετε να διαβάζετε το κείμενο, θέλω να αδειάσετε το μυαλό σας τελείως. Δεν είναι ένα ποίημα, ούτε ένα όμορφο δοκίμιο που θα αλλάξει κάτι μέσα σας ή στη ζωή σας. Θέλω να αδειάσετε το νου σας και τη μνήμη σας, διότι αυτό το κείμενο είναι μια μετεμψύχωση. Θέλω να φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση μου και να τον εναποθέσετε ακριβώς εκεί, γεμίζοντας το σώμα σας με το είναι μου και την ψυχή μου. Διαβάστε αργά την κάθε πρόταση, δημιουργώντας εικόνες και αναμνήσεις όσο πιο πολύ μπορείτε.

Το όνομά μου είναι Λήδα. Το πήρα απ' τη γιαγιά μου, απ' τη μεριά της μητέρας μου. Έχω λίγες αναμνήσεις από εκείνη, μας άφησε όταν ήταν αρκετά νέα. Αν κλείσω τα μάτια μου δυνατά μπορώ να δω το γλυκό της χαμόγελο καθώς απλώνει ασπροσέντονα στην αυλή, με τον ανοιξιάτικο αέρα να τα ανεμίζει ελαφρώς και τον πρωινό ήλιο στο βάθος να φωτίζει τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα της. Θυμάμαι την έντονη μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού που ανέδυαν τα μακριά, γκρίζα μαλλιά της κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιό μου στο χωριό και ξάπλωνα το κεφάλι μου στον ώμο της για να μου διαβάσει ένα παραμύθι. Είναι απ' τις πιο δυνατές και όμορφες αναμνήσεις μου. Ίσως να είναι και η μόνη δυνατή και όμορφη ανάμνηση που διαθέτω.

Έχω πράσινα μάτια, λευκό δέρμα ζωγραφισμένο με σκόρπιες φακίδες και πυρόξανθα μαλλιά. Αυτά τα πήρα απ' τη μητέρα μου. Μια όμορφη, δυναμική γυναίκα, που τα βγάζει πέρα έχοντας όλο το πακέτο, παιδιά καριέρα, ερωτική ζωή. Ήταν καλή μητέρα και καλή επαγγελματίας. Είναι ο άνθρωπος που κανείς δεν έχει παράπονο απ' αυτόν. Ο μόνος που πιστεύει ότι δεν ειναι αρκετά καλή ειναι εκεινη. Είναι άπληστη και ματαιόδοξη. Είχα διαβάσει κάπου ότι ο άνθρωπος χωρίς να έχει "θέλω" δεν έχει ζωή, νεκρώνεται. Η μητέρα μου είναι το αντίθετο. Θέλει, θέλει, θέλει συνεχώς και προσπαθεί να φτάσει όλο και παραπέρα αναμένοντας έναν κάποιον μεγάλο θρίαμβο στη ζωή της ο οποίος δεν έρχεται ποτέ. Τη θυμάμαι χαρακτηριστικά να αστειεύεται λέγοντας πώς με ονόμασε έτσι όχι λόγω της γιαγιάς μου, αλλά λόγω της μυθολογικής Λήδας, της μητέρας της ωραίας Ελένης της Σπάρτης, σαν συμβολισμός "το άτομο που γεννά την Ομορφιά". Αρκετά οξύμωρο τώρα που σκέφτομαι τον εαυτό μου. 

Έχω κατάθλιψη. Αυτό το πήρα απ' τον πατέρα μου. Ούτε εκείνον τον γνώρισα πολύ αλλά ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, ωστόσο. Ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια, όταν παίζαμε κυνηγητό στην αυλή του σπιτιού κι έτρεχα, μισό μέτρο ύψος κοριτσάκι, φορώντας μόνο τη μια κάλτσα μου στο πόδι. Το γέλιο του ήταν σίγουρο και δυνατό και έφτανε ως τα μάτια του, με τις ρυτίδες έκφρασης ν' αγκαλιάζουν στοργικά του περίγραμμά τους. Λίγοι άνθρωποι γελάνε μέχρι τα μάτια. Έτσι ξεχωρίζεις αυτούς που γελούν αληθινά. Έπειτα ήρθε μια στιγμή, ένα ξημέρωμα Σαββάτου που είχα ξυπνήσει από έναν εφιάλτη και τρύπωσα στο δωμάτιο των γονιών μου για να μπω ανάμεσά τους κάτω απ' τα ζεστά σκεπάσματα. Εκείνος είχε ήδη ξυπνήσει και στεκόταν όρθιος κοιτάζοντας έξω απ' το μπαλκόνι την όμορφη παλέτα τ' ουρανού, έτσι όπως παίζουν οι αποχρώσεις του μπλε και του κόκκινου, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος. Ξάπλωσα δίπλα στη μητέρα μου και αποκοιμήθηκα κοιτάζοντάς τον να αγναντεύει τον κόσμο. Και όταν ξύπνησα, δεν ήταν πια εκεί. Θα μπορούσα να σας πω ότι μας παράτησε και έφυγε μακριά. Ή ότι αυτοκτόνησε. Ή ότι διένυε το τελευταίο στάδιο του καρκίνου που τον βασάνιζε και τελικά τον σκότωσε. Αλλά δεν έχει σημασία ποια είναι η αλήθεια. 

Τα εφηβικά μου χρόνια ήταν δύσκολα και πυροδότησαν έναν φαύλο κύκλο κακού ψυχισμού. Οι συμμαθητές μου με θεωρούσαν περίεργη, οπότε με έκαναν να αισθάνομαι περίεργη. Αργότερα με θεωρούσαν άσχημη. Και με την ελευθερία του λόγου που έχουν όλοι σαν κατοχυρωμένο δικαίωμα, δεν έχαναν ευκαιρία να το εκφράζουν. Η εφηβεία δεν με κολάκευε ιδιαίτερα βλέπετε. Ήμουν άσχημη, οπότε έπρεπε να με βρίσουν. Ήμουν άσχημη, οπότε έπρεπε να με φτύσουν. Κυριολεκτικά. Ήμουν άσχημη, οπότε έπρεπε να το γράφει επάνω το θρανίο μου. Ήμουν άσχημη, οπότε έπρεπε να με χτυπήσουν. Ήμουν άσχημη, οπότε έπρεπε να μου βγάλουν με τη βία τα ρούχα μου και να με ξεφτιλίσουν. 
Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών.
Δεν μπορούσα να το πω στη μητέρα μου, γιατί ντρεπόμουν. Δεν ήθελα να ξέρει ότι είναι το δικό της παιδί  που κοροιδεύουν στο σχολείο. Δεν μπορούσα να το πω στους φίλους μου, γιατί δεν είχα. Το είχα πει σε μια εκπαιδευτικό που με τη σοφία και την παιδεία που την διακατείχαν με συμβούλεψε να μη δίνω σημασία και στο τέλος θα βαρεθούν. Όχι αγαπητοί αναγνώστες. Οι έφηβοι δε βαριούνται. Οι έφηβοι οργίζονται παραπάνω.
Έπειτα ακολούθησε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και κάτι χιλιάδες συνεδριάσεις με ψυχολόγους που με ανάγκασε η μητέρα μου να παρευρεθώ, ωστόσο δεν απέδωσαν γιατί αρνιόμουν κατηγορηματικά να μιλήσω με τους ψυχολόγους. Μετά από πέντε διαφορετικούς ψυχοθεραπευτές και ατέλειωτες ώρες νεκρικής σιγής από μέρους μου, η μητέρα μου σταμάτησε την προσπάθεια. Τότε μόνο συνεργάστηκα. Όταν με άφησε να επιλέξω μόνη μου. Η διάγνωση ήταν κλινική κατάθλιψη. Όπως ακριβώς και ο πατέρας μου.

Στα δεκαεφτά μου, όταν η εφηβική ακμή με είχε εγκαταλείψει όπως και οι προσομοιώσει βάρους, και τραβούσα με ευκολία τα βλέμματα του αντίθετου φύλου, κατάλαβα ότι δεν είμαι άσχημη. Το κατάλαβα εγκεφαλικά δηλαδή, όχι συναισθηματικά. Κοιτούσα στον καθρέφτη και έβλεπα μια όμορφη, νέα κοπέλα. Ωστόσο στο μέρος του εγκεφάλου μου, εκεί που δημιουργούνται τα συναισθήματα, η λέξη "άσχημη" συνέχισε να στρυφογυρνάει συνέχεια. Φανταστείτε το σαν μια σβούρα που αγνοεί τους νόμους της φύσης και συνεχίζει να σβουρίζει ακούραστα, ακατάπαυστα αρνούμενη να κόψει ταχύτητα και να πέσει ευλαβικά στο πλάι. Δεν μπορείς να μην το σκέφτεται, γιατί είναι πάντα εκεί, εξουθενωτικό κι ακούραστο. Όπως ακριβώς και όλη η έννοια της κατάθλιψης.
Η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία λοιπόν, ήταν γύρω σ' αυτήν την ηλικία. Δεν ήταν καμία σεξουαλική ορμή αυτό που με ώθησε, ήταν πιο πολύ αγνή περιέργεια. Φοιτητής, τον γνώριζα λίγες ώρες, πήγαμε σπίτι του, μέσα-έξω, πόνος, αυτά. Όταν κατάλαβε ότι ήταν η πρώτη μου φορά, ζήτησε συγνώμη, και ακολούθησε η δεύτερη φορά που ήταν πιο τρυφερός. Δεν μου έκανε καμία διαφορά. Ανηδονία. Μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα. Έπειτα ακολούθησαν κι άλλες φορές, η μία πιο αδιάφορη απ' την άλλη, οι άντρες άλλοι πιο συναισθηματικοί, άλλοι όχι, δεν μου δημιούργησαν ποτε κανένα απολύτως συναίσθημα πέραν της λύπησης και της αυτολύπησης.

Όταν τα έβγαλα πέρα με τις Πανελλήνιες είχα ήδη αποφασίσει ότι θέλω να γίνω ψυχολόγος. Δεν είχα τόσο καλές εμπειρίες με το επάγγελμα, ωστόσο είχα το σύνδρομο του Θεού και μια ανάγκη να βοηθήσω άλλους ανθρώπους και να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Έτσι κι έγινε. Είμαι φοιτήτρια ψυχολογίας, τεταρτοετής και έπειτα από άπειρες διαλέξεις, εθελοντισμό και πρακτική σε κλινική είμαι αποφασισμένη να μη βρω δουλειά σαν ψυχοθεραπευτής. Όσο πιο μακριά γίνεται να είμαι από εκείνους. Εκείνους που μου μοιάζουν. Δεν ξέρω αν κατάφερα να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου ή αν απλά γέμισα με παραπάνω ερωτήματα.

Τώρα θέλω να αναλογιστείτε το ποια είμαι. Ξέρετε πάνω-κάτω την ιστορία της ζωής μου, αλλά αν βρισκόμουν απέναντί σας και μιλούσαμε -ή όπως σας προέτρεψα αρχικά, και ήμουν μέσα σας, ήμουν εσείς -θα με αναγνωρίζατε?
Είμαι η Λήδα και έχω κατάθλιψη. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που έχεις, δεν καθορίζει το ποιος είσαι. Οπότε αλλάζω την πρότασή μου.
Είμαι η Λήδα και είμαι κατάθλιψη.
Έχουμε γίνει ένα.
Ένα μαύρο πέπλο εξουθένωσης, κούρασης, θλίψης. Ένα χάπι την ημέρα. Και ένα χάπι το βράδυ. Ζώντας στην Ελλάδα της απόγνωσης όπως τόσοι άλλοι γύρω μου.
Όχι, δεν θα με αναγνωρίζατε. Και πώς να με αναγνωρίσετε άλλωστε.
Η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας μου διαστρεβλώνονται απ' τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Όταν παίρνω την φαρμακευτική μου αγωγή διαστρεβλώνονται απ' αυτήν.
Δεν ξέρω αν είμαι όντως ντροπαλή. Δεν ξέρω αν είμαι όντως ευέξαπτη. Δεν ξέρω ποιες δραστηριότητες όντως μισώ και ποιες απλά δεν μου προκαλούν χαρά λόγω κατάθλιψης.
Δεν ξέρω ποια είμαι, προσπαθήστε να ταυτιστείτε μ' αυτό κι ας μην το θέλετε πραγματικά.
Θέλω να διοχετεύσετε όλο το άγχος και τη αγωνία και το δέος του φόβου που νιώθει κανείς όταν έχει ολότελα χαθεί, όταν δεν έχει ταυτότητα. 
Θέλω να νιώσετε πώς είναι να  σας  λείπει, αυτό που μου λείπει πιο πολύ από τότε που ήμουν παιδί.
Να ξυπνάω το πρωί και να θέλω να ζήσω.
Να μην κοιτάζω την ανατολή του ηλίου, όπως την κοίταζε ο πατέρας μου.

No comments:

Post a Comment