October 30, 2014

Αηδία.
Απέραντη, σιχαμένη αηδία.
Δεν ξέρω γιατί γράφω, δεν ξέρω καν πώς να νιώσω.
Βασικα,ψέμα,ξέρω γιατί γράφω.
Δεν γράφω πια γιατί θέλω -γράφω από ανάγκη.
Έχω ένα κόμπο στο στομάχι μου που με λυγίζει στα δύο. Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη γιατί όλα έχουν τελειώσει, αλλα απλά δεν μπορώ.
Νιώθω τόσο άσχημα με τον εαυτό μου και γι αυτό το λόγο θέλω να μείνω ολότελα μόνη μου, για να μην μοιραστώ αυτόν τον αισχρό εαυτό με κανέναν.
Θέλω να ξεράσω όλη τη λάσπη που με τάισαν, εκείνο το γαμημένο ξημέρωμα, που μου γάμησαν την αξιοπρέπεια, το δικαίωμα της επιλογής, τον εγωισμό, εμένα, και στιγμάτισαν ανεπανόρθωτα όλες μου τις σχέσεις και τις φιλικές και τις ερωτικές -αυτές που ήδη υπήρχαν κι αυτές που πρόκειται να υπάρξουν. Λες και δεν ήμουν αρκετά ψυχάκιας, λες και δεν είχαν περάσει αρκετά αγρίμια από πάνω μου, απλά μου έδωσαν μια και μ' έριξαν στον πάτο ψυχικά.
Υπάρχουν παιχνίδια που δεν κάνει να παίζει κανείς.
Αυτό που μ' ενοχλεί είναι ότι χάνω την πίστη μου, όχι τη θρησκευτική, την πίστη μου στους ανθρώπους, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη. Κανείς δεν μπορεί να αναλογιστεί πόσο με πληγώνει που βλέπω ανθρώπους κενούς, ρηχούς κι αναίσθητους. Ανθρώπους που το μόνο που τους τρομάζει είναι ο θάνατος και όχι οι πράξεις που έκαναν στη ζωή τους. Είναι το χειρότερο είδος ανθρώπων -οι κομπλεξικοί άνθρωποι. Έχουν αγνή κακία μέσα τους, Δεν έχω συναντήσει πιο άρρωστο μυαλό από μυαλό κομπλεξικού. 
Όταν έλεγα ότι οι άνθρωποι ψάχνουν να πληγώσουν ο ένας τον άλλον γιατί είναι η μεγαλύτερη απτή απόδειξη ότι υπάρχουν, με έβγαζαν παρανοϊκή, αλλά δες. Δες. Συμβαίνει παντού. Συνέβη σε μένα. Θα συμβεί σε σένα -κανείς δε γλυτώνει.
Μα αυτό που μ' ενοχλεί παραπάνω απ' όλα είναι η συνειδητοποίηση του πόσο αδύναμος και πόσο ευαίσθητος χαρακτήρας είμαι, ζώντας τη ζωή μου πεθαίνοντας, πισωδρομώντας στις αναμνήσεις μου κάθε βράδυ, κερνώντας με ένα ποτήρι θάνατο.
Απ' την άλλη, βέβαια, άλλοι στη θέση μου θα έσερναν τα γόνατά τους μέχρι το νοσοκομείο να ζητήσουνε βοήθεια κι έπειτα θα έμπαιναν τρομαγμένοι κάτω απ' τα φουστάνια της μάνας τους.
Και τώρα που το σκέφτομαι, κάποιοι ήδη το 'χουν κάνει.

October 28, 2014

Η αλήθεια πονάει. Λένε.

Όλα αλλάζουν.
Διαμορφώνονται στον χρόνο και παρεξηγούνται.
Αλλά δεν είναι κακό.
Δεν είναι κακό ν' αλλάζουν οι άνθρωποι.
Γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν σύμφωνα με το αν ταυτίζονται κι αν συμπορεύουν οι πορείες και οι στόχοι ζωής τους με τον άλλον.
Αλλά εγώ πετάω.
Πετάω σαν άγγελος, γιατί κανένας δεν έχει μείνει τόσο αγνός και ευάλωτος για να συνοδευπορευτεί.
Πετάω σαν άγγελος με μία άρπα.
Εκεί που δεν υπάρχουν οι διαφωνίες, οι καυγάδες, οι απιστίες, τα διαζύγια -τα φύλα.
Σου λέω είναι όμορφα εκεί.
Αλήθεια,
Μαθαίνω.
Πετάω στα πάρκα της Εδέμ, εκεί που τα παιδιά μορφώνονται χωρίς φραγμούς, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς κακοποίηση. Εκεί που οι γονείς μαθαίνουν την διαπαιδαγώγηση και δεν σ'αφήνουν σ' έναν κόσμο έρημο και σκληρό, γεμάτο προκλήσεις που δεν μπορείς ν' αντιμετωπίσεις,
Που δεν σ' αφήνουν να καταπνίξεις μια κραυγή σ' ένα ποτήρι κρασί, για να βρεις μια γωνιά του ίντερνετ για να κλαφτείς, ένα χαρτί να εκφραστείς.
Λίγη τρυφερότητα ρε γαμώτο.
Ένα γαμώτο για να δει κάποιος τα δάκρυα που φύτρωναν σαν τριαντάφυλλα κι έκαιγαν την σάρκα σου μεγαλώνοντας σαν μπελαντόνες, 
Κι αν όλα είναι υπερβολή, ο τρόπος μου είναι μια ταπεινή έκφραση.
Και είναι η αλήθεια.
Εκείνη η καριόλα που συνέχεια κρύβεται, που συνέχεια κατακρίνεται, που συνέχεια γονατίζει.
Που εύκολα καίγεται εάν η σκέψη σου ψήνεται.
Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ μαθαίνω- μεγαλώνω.
Κι όσο μεγαλώνω, μαθαίνω,
Και όσο μαθαίνω αντιλαμβάνομαι και καταλαβαίνω. Πλήγωσα και ζητάω συγνώμη.
Και μην αυταπατάσαι -με πλήγωσαν εξίσου και χειρότερα.
Πολύ χειρότερα.
Πολλοί άνθρωποι μου φέρθηκαν σκάρτα, καρδιά μου. 
Μα τους συγχωρώ.
Γυρνάω την ψυχή μου ανάποδα και τους συγχωρώ.
Γιατί δεν μου έχει μείνει τίποτε άλλο και το να γυμνάζεις την ψυχούλα σου δεν είναι εύκολο πράγμα.
Πληρώνω για λάθη που δεν είχα διαπράξει και γονατίζω για αμαρτίες που δεν έχω γευτεί.
Αλλά κάθε τι στον καιρό του, λένε.
Και έρχεται και η δική σου σειρά.

October 19, 2014

What I need seems to be absent everywhere

Όταν δεν βοηθάει το να μιλάς.
Κι όταν δεν βοηθάει το να σιωπάς.
Τότε τι κάνεις, πες μου τι, θα εκραγώ, δεν βρίσκω μια διαφυγή, σαλεύει το μυαλό μου, ένα βάλσαμο ψυχής, κάτι, οτιδήποτε, εισπνέω τρομαγμένη, καταπίνω και ξεφυσάω.

Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά της μάνας μου και να της ψελλίσω πόσο πολύ μου κόστισε το τελευταίο αντίο που μου στέρησες.

Πόσο μου κοστίζει που έκαψα πράγματα που μου 'χες χαρίσει και πόσο μου κοστίζει που φυλάω ακόμα αυτά που δεν κατέστρεψα.

Ούτε να γράφω δεν θέλω για σένα, αλλά κάπως πρέπει να εκφραστώ, τα δάχτυλα μου τρέμουν και δεν μπορώ να ηρεμήσω. Τα μισά που γράφω τα σβήνω, σε τι γράμματα να χωρέσω τη στεναχώρια μου, ποια γραμματοσειρά να βαστάξει τον πόνο μου, σε ποια γλώσσα να γράψω για σένα και να νιώσω ανακούφιση, σε ποια?

Η μνήμη μου σταματάει σιγά σιγά να ζωγραφίζει τη μορφή σου, αλλά κάποιες λεπτομέρειες δε φθίνουν ποτέ.
Τη μυρωδιά σου... πώς να ξεχάσω τη μυρωδιά σου? Πως να ξεχάσω το άρωμα που ανέδυε το μπουφάν σου, το δέρμα σου, τα κρύα πρωινά που μου το 'δινες να με ζεστάνει?
Τα όμορφα χέρια σου που ανακάτευαν τα μαλλιά μου και το αναψοκοκκίνισμα στα μήλα του προσώπου σου κάθε φορά που κάποιος μ' ενοχλούσε?
Και είναι κι αυτή η θλίψη, που δεν θα ξεχάσω, που έκανε τα μάτια σου ακόμη πιο γαλάζια.

Να το σκίσω το μεταθανάτιο γράμμα που μ' ευχαριστεί. Ούτε να το δω δε θέλω, με πληγώνει παραπάνω. 
Δε χρειάζομαι γράμματα. Την αγκαλιά σου χρειάζομαι.
Δε γαληνεύω αλλιώς.

October 15, 2014

Κάπου-Κάποτε-Θα το διαβάσεις

Αυτό που μετανιώνω παραπάνω απ' όλα είναι ότι πριν φύγεις σου μίλησα για σένα. Και με μίσησες.

Γαμημένο απόβρασμα.
Και μόνο που ανέπνεες το οξυγόνο μου, με έτρωγε απ' τις ρίζες.
Καταριέμαι τη στιγμή που οι γονείς σου αποφάσισαν να ξεμυαλιστούν σε ένα χαμοκρέβατο.
Όλη σου η ύπαρξη είναι είναι ένα σκουπίδι που ξέμεινε στον κόσμο από λάθος ενός απορριμματοφόρου. 
Ψεύτης και υποκριτής και αυτοκαταστροφικός.
Μου ξύπνησες ένα συναίσθημα που δεν ήμουν έτοιμη να νιώσω και με έκανες να σιχαθώ τον εαυτό μου επειδή έφτασα σε σημείο να πατρονάρω άτομο. 
Να σου κρατάω το μέτωπο όταν έβγαζες το μέσα σου και να σε λούζω με κρύο νερό.
Να σου επιστρέφω χρήματα, μόνο και μόνο, αν δεχτείς να φας ένα γαμημένο κάτι, μην υποσιτιστείς.
Να προλάβω, να προλάβω, να προλάβω.
Πριν καταλήξεις μια άμορφη μάζα του τίποτα.
Πριν καταλήξουμε κι οι δυο μας ένα τίποτα.
Γιατί είμαστε δυο άγνωστοι που ξέρουν υπερβολικά ο ένας τον άλλον.
Και παρόλο που σε απεχθάνομαι και μ' αηδιάζεις είσαι λίγο ξεχωριστός.
Γιατί σε ένιωσα. Και γιατί σε πόνεσα. Και γιατί με πλήγωσες εκούσια και σε πλήγωσα ακούσια.
Αλλά έχω βαρεθεί να έρχεσαι μια στις τόσες. Κουράστηκα να τρέχω μαζί σου. Μεγάλωσα. Ωρίμασα. Δεν μπορώ άλλο, στ' ορκίζομαι.
Εγώ δεν είμαι η ίδια, κι εσύ δεν είσαι ο ίδιος, όλα άλλαξαν, εσύ μένεις στάσιμος στο νου, δεν το βλέπεις?
Πόσες φορές έλεγες ότι θα το σταματήσεις? Πόσες φορές έλεγες ότι θα μείνεις?
Αλλά το έβαζες στα πόδια κάθε φορά. Το έκανες κάθε φορά. Κάθε φορά. Κάθε. Φορά
Κι αν παλιότερα σου 'λεγα μη φύγεις, σήμερα σ' εκλιπαρώ να μη γυρίσεις. 
Δεν μπορώ να έρχεσαι απ' το πουθενά, να με κερνάς ένα ποτήρι κρασί και να μου μιλάς για ταξίδια, για έρωτες, για μένα, και να μου γαμάς το είναι και να τρέχω τελευταία στιγμή σε κάθε λιμάνι, πίσω σου, μόνο και μόνο για να γονατίζω ξωπίσω από ένα πλοίο που σαλπάρει.
Και μη μου λες πως μ' αγαπάς και μη τσαντίζεσαι που δεν στο ανταποδίδω, τουλάχιστον, με λόγια. 
Γιατί κάποιοι σαν εσένα δεν θα έπρεπε να αγαπάνε ποτέ. Γιατί η αγάπη τους πονάει.
Παίξε με τον σκύλο σου, όχι με τα συναισθήματα των άλλων.

Αυτό που μετανιώνω παραπάνω απ' όλα είναι ότι πριν φύγεις σου μίλησα για μένα. Και μ' ερωτεύτηκες.

October 13, 2014

Εξαγνισμός

Απελπίζομαι.
Απελπίζομαι και νιώθω ν' αρρωσταίνω από μέσα.
Έχω γίνει τόσο ευαίσθητη τελευταία που μέχρι και η γλυκιά ρουτίνα της βόλτας στο λιμάνι, έχει γίνει αφόρητη.
Με ενοχλεί ο κόσμος. Με ενοχλεί τόσο πολύ που καταντάει τραγελαφικό.
Με ενοχλούν τα σαχλά γελάκια κοριτσιών που προσπαθούν να βγάλουν σελφι με τις ωρες καθώς αναμένω το λεωφορείο. Με ενοχλούν τα απωθητικά, σεξιστικά σχόλια μεσήλικων ανδρών. Με ενοχλεί η φλυαρία γνωστών για το πώς πέρασαν το σαβ/κυριακο στις καφετέριες τα μεσημέρια -όπως πάντα- και στα μπαρ τις νύχτες -όπως πάντα.
Συναντώ ξανά και ξανά τους ίδιους ανθρώπους -μόνο η σάρκα αλλάζει.
Τα ίδια και τα ίδια, συζητήσεις που ανακυκλώνονται συνεχώς σαν χιλιοξυσμένο μολύβι και η υπομονή μου εξαντλείται.
Θέλω κάποιον να μου κινήσει το ενδιαφέρον, να μου πει κάτι διαφορετικό, να με γεμίσει πληροφορίες, να λάβω γνώσεις για κάτι άγνωστο, να μάθω καινούρια πράγματα.
Που είναι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι?
Που είναι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι, να τους κεράσω ένα ζεστό καφέ για να δωροδοκήσω λίγο τη συντροφιά τους, να τους μιλήσω για το πόσο λατρεύω τα καρουσέλ και τις πέτρινες γέφυρες, τα βράδια που βουλιάζω στη μοναξιά μου?
Φαντάζομαι είναι κάπου άπιαστοι και κρυμμένοι; σε ένα στούντιο μουσικής, καβάλα σ' ένα ποδήλατο, στο σπίτι να ζωγραφίζουν ή να διαβάζουν ένα καινούριο βιβλίο, σε μια αίθουσα χορού, σ' ένα τραίνο με άγνωστες κατευθύνσεις και όχι σε μια καφετέρια ή ένα μπαρ.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά πότε έγινα τόσο μονόχνοτη και πικρόχολη, πότε ο περίγυρος άρχισε να φαντάζει τόσο ανιαρός στα μάτια μου.
Αλλά απ' την άλλη, ποιος μπορεί να μ' αδικήσει?
Μόνο εγώ αισθάνομαι ότι κάτι πάει στραβά?
Πότε το αλκοολ και τα ναρκωτικά έγιναν πιο διασκεδαστικά από ένα καλό επιτραπέζιο?
Πότε σταμάτησαν να χορεύουν οι άνθρωποι και σηκώνονται απ' τη θέση τους μονάχα για να βγάλουν μια φωτογραφία που θα συνοδεύει ένα τσεκ-ιν?
Πότε οι άντρες άρχισαν να φέρονται σαν κακομαθημένοι, απροσάρμοστοι, πεντάχρονοι ταραξίες?
Πότε οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν σαν αθυρόστομα, δεκαπεντάχρονα τσουλάκια?
Που είναι ο σεβασμός, οι καλοί τρόποι? Με ποια λογική η αγένεια, το "τουπέ" και η μνησικακία έγιναν άξια θαυμασμού και παραδείγματα προς μίμηση ακόμη και από άτομα που έχουν περάσει την, γεμάτη δικαιολογίες, εφηβεία?
Τι απέγινε ο ρομαντισμός?
Γιατί αντί για ένα όμορφο λουλούδι να στείλεις φωτογραφία του πέους σου?
Γιατί η απιστία θεωρείται στιγμιαίο λάθος, ή ακόμη χειρότερα, μαγκιά, εφόσον είναι στεγνή ανωριμότητα και κοροϊδία προς το άτομο που ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς? 
Τι απέγιναν τα ραντεβού? Εκείνα τα ραντεβού που σε συνόδευαν στο σπίτι σου και όχι σε βρώμικες τουαλέτες ενός μπαρ ή σε πεταμένα στενάκια σαν το ζώο.
Σε καμία περίπτωση δεν βγάζω την ουρά μου απ' έξω. Όλοι τα κάνουμε, κι εγώ τα έχω κάνει -και κάποια ίσως και να τα κάνω ακόμη- αλλά ξέρω να μετριάζω καταστάσεις. Οι άνθρωποι που φέρονται έτσι συνεχώς όμως, και αν κοιτάξω γύρω μου είναι εξαντλητικά πολλοί, είναι ό,τι πάει στραβά σ' αυτήν την κοινωνία.
Να μου λείπει, όπως έλεγε και η προγιαγιά μου, Θεός σχωρέστην.
Θέλω όμορφους και σωστούς ανθρώπους δίπλα μου.
Ανθρώπους που θα σε σκεφτούν πριν πράξουν ή μιλήσουν -ο αυθορμητισμός είναι υπερεκτιμημένος.
Ανθρώπους που αντιλαμβάνονται ότι είσαι άτομο με συναισθήματα και πληγώνεσαι.
Ανθρώπους που γελάνε με τ' αστεία σου -κι όχι με σένα.
Ανθρώπους που αν σ' αδικήσουν θα σε υπερασπιστούν και δεν θα χαμογελάσουν συγκαταβατικά πίσω απ' την πλάτη σου,

Και ίσως να είμαι φαντασμένη και ματαιόδοξη, αλλά για πρώτη φορά στη μικρή ζωή μου, νιώθω ότι ο κόσμος έμεινε κενός και όχι εγώ η ίδια.   

October 5, 2014

Until

Και τρίψε.
Τρίψε καλά. Με γυαλόχαρτο αν χρειαστεί.
Τρίψε να φύγει η βρωμιά. 
Να φύγουνε οι λεκέδες απ'τις βωμολοχίες που καρφίτσωσαν επάνω στο κορμί σου.
Τριψε δυνατά.
Να φύγουνε οι λάσπες κ η ξεφτίλα που άφησαν σιχαμένοι άνδρες δίχως ανδρισμό στο δέρμα σου.
Τρίψε με μανία.
Να φύγουνε οι λέρες απ' την υποκρισία και τα ψέμματα των λυκοφιλιων.
Τρίψε ανάμεσα στις γρατζουνιές, εκεί που μαζεύεται το πηχτό, ξεβρασμένο αίμα.
Να φύγει η βρωμιά.
Η βρωμιά, η βρωμιά.
Ένας χρόνος πέρασε και ακόμη να πλυθούν.
Τρίψε καλά το σακατεμένο δέρμα -ήδη κουφάρι είναι.
Ξέπλυνε τις πληγές, μα μην τις καλύψεις. 
Εκεί, να τις βλέπεις, να φαίνονται -να τις αντικρίζεις συνέχεια, να θυμάσαι πάντα.
Μέχρι να σταματήσεις να αποτραβάς το βλέμμα σου απ' αυτές και να μάθεις να αποτραβάς το βλέμμα σου από λάθος ανθρώπους.