September 14, 2014

Αναδρομές

Αυτά τα ήσυχα μεσημέρια του τελευταίου καιρού μου αφήνουν την ίδια γλυκόπικρη γεύση που μου άφηναν οι μέρες στα νεανικά μου καλοκαίρια.

Πολύ ζέστη, αλλά όχι αφόρητη, πολύ ησυχία αλλά όχι απόλυτη -αν εξαιρέσουμε το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών, το ελαφρύ περπάτημα των γατιών και τους παροδικούς ήχους μέσα απ' τα παράθυρα των μονοκατοικιών και των χαμόσπιτων των γιαγιάδων της γειτονιάς. 

Κι όλα αυτά απ' τη μεγάλη βεράντα του ισόγειου σπιτιού μου, με λίγο δροσερό καφέ, ένα βιβλίο και τη γάτα μισοκοιμισμένη σε μια θέση δίπλα μου, ν' ανοίγει που και που τα μάτια για να σιγουρέψει εάν η συντροφιά της βρίσκεται ακόμη συνάμα της. Μακριά απ' την πόλη της Μυτιλήνης, τον θόρυβο και την κίνηση, την αρρώστια των πολλών -αυτήν της καλοπέρασης και της παροδικής διασκέδασης- σαν δύο γερασμένες έφηβες, απολαμβάνουμε τον μεσημεριανό ήλιο και το ζεστό αεράκι, δίχως ίχνος τρέλας και εφηβικής υστερίας. Εκείνη, ήρεμη κι αγέρωχη να κάθεται στο μπαλκόνι ή με σίγουρο και σταθερό βήμα να περιπλανιέται μες το σπίτι, κι εγώ γαλήνια και ευδιάθετη που καταφέραμε πια να συμβιώσουμε.

Ήταν λες και το πέρασμα στην ενηλικίωση έγινε ταυτόχρονα και στις δύο και το μόνο που μας έμεινε είναι μια αμοιβαία τρυφερότητα.
Εκείνη χωρίς την υπερκινητικότητα και το ένστικτο της καταστροφής όλου του σπιτιού που είχε σαν νεαρό γατί, έπειτα από μια δύσκολη γέννα κι έναν κανιβαλισμό των νεκρών νεογέννητων γατιών κι εγώ, ελεύθερη απ' την αφέλεια των δεκαοχτών μου χρόνων, από αυτοκαταστροφικές τάσεις και εκρήξεις θυμού, έπειτα από εμπειρίες κακοποίησης και τραυματικών γεγονότων.

Τα οποία γεγονότα -πολύ αργότερα μεν- μου επισήμαναν ότι ωριμάζω, όταν αντιλήφθηκα ότι σταμάτησα να αντιδράω σε κάποιες καταστάσεις. Κάποιες φορές απλά χρειάζεται να μην αντιδράσεις και να αφήσεις τον άλλον να συνεχίσει να είναι ένας υπάνθρωπος ηλίθιος, παραδεχόμενος ότι οι ευτελιστικές του πράξεις καθορίζουν μονάχα εκείνον τον ίδιο. Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο -δεν είναι δική σου δουλειά. Είναι ακραία δύσκολο να φτιάξεις τον δικό σου εαυτό, μη τον βαραίνεις και με την ευθύνη του εαυτού του άλλου.

Αντ' αυτού μπορεις να κάτσεις στην βεράντα του σπιτιού σου, να αγναντέψεις τριγύρω, αποτραβώντας για λίγο το βλέμμα σου απ' το βιβλίο που κρατάς, ίσα για να οραματιστείς το τοπίο που θέλει να σου περιγράψει ο συγγραφέας.

Αλλά απ' τη δική μου τη βεράντα, όπου μπορώ να κοιτάξω, ορθώνονται βουνοπλαγιές, δίνοντάς μου την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε κοιλάδα, θυμίζοντάς μου τα καλοκαίρια στο χωρίο μου. Από νωρίς το απόγευμα έφτιαχνα ένα σακίδιο με τα απαραίτητα για τη γνωστή, μοναχική πεζοπορία στο βουνό μέχρι να φτάσω στον ανεμόμυλο και να χάσω τον χρόνο και κουτσά στραβά να βρω τον δρόμο για το σπίτι αργά το βράδυ. Θυμάμαι την τρομαχτική σιλουέτα του παππού μου, με την επιβλητικότητα του 1.85 ύψους, με τις σκληροτράχηλες παλάμες του να μου δίνει τον καλό του τον φακό.
"Και να προσέχεις κωλόπαιδο, εντάξει? Ο δρόμος το πρωί και ο δρόμος το βράδυ, μοιάζουν ίδιοι ίσα με ποτέ (βήχας). Και τούτο 'δω τον φακό θα τονε κουβαλάς πάντα, ακούς Αλεξάνδρα? Το έβαλες στο παλαβό σου το κεφάλι? Πάντα".
Και δεν το πήρα. Και γύρισα νωρίς το πρωί, χωρίς φακό, ζαρωμένη απ' το ψοφόκρυο και την υγρασία, έχοντας στο σπίτι να με περιμένουνε ξυλιές.

Νοσταλγία με κατακλύζει αναλογιζόμενη εκείνα τα καλοκαίρια, αλλά πάντα έχοντας αντίληψη των κακεντρεχών παιχνιδιών της μνήμης, που σε κάνουν να εξιδανικεύεις το παρελθόν, μιας και ο χρόνος απαλύνει τις κακές αναμνήσεις.
Οι εξορμήσεις στο βουνό είναι αυτές που μπορώ να συγκρατήσω και όχι ο πόνος απ' τις ξυλιές στον κώλο. Αλλά είμαι σίγουρη ότι εκείνη την περίοδο, δεν ήταν έτσι.
Πιστεύω κι ο παππούς μου, τώρα πια, θα τα φέρνει στη μνήμη του αλλιώς. Διαστρευλωμένα ίσως. Έτσι ανήμπορος και ζαρωμένος, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, έχοντας χάσει την επιβλητική του όψη και τον σκληρό του χαρακτήρα, με τον χρόνο και την ηλικία να τον έχουν κερδίσει στον αγώνα δρόμου της ζωής.
Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και προσπαθεί να φτάσει με το αδύναμο, ρυτιδιασμένο χέρι του το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο. Διψάει. Με κοιτάζει παρακαλώντας με να τον βοηθήσω. Κι εγώ πλησιάζω, και με το χέρι μου σπρώχνω το ποτήρι με το νερό, στην άλλη άκρη του κομοδίνου, πιο μακριά. Κι έπειτα ξυπνάω.

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, λένε.

Και τώρα τελευταία είναι που το ακούω όλο και πιο συχνά από παρέες, καθώς κάνουν βδομάδες να με δουν και να τους συντροφεύσω σε βραδινές εξορμήσεις μέχρι πρωίας. Προτιμώ αυτό που έχω τώρα. Είναι ένα συναίσθημα, σαν να επιπλέεις.
Κ' οι μέρες μου δεν είναι ανιαρές -είναι γαλήνιες. Διαβάζω, γράφω κι έχω σκιρτήματα έρωτα στην καρδιά μου. Και συνιστώ και σε σας να γράφετε. Να γράφετε συνέχεια. Να γράφετε πάντα. Να γράφετε για το οτιδήποτε. Γιατί πάντα κάποιος καίγεται να τα διαβάσει. Να γλιστρήσει για λίγο μέσα στο μυαλό σας. Να σας γνωρίσει.         

No comments:

Post a Comment