September 21, 2014

Γιατί? Γιατί έτσι.

Κάθε τόσο νιώθω να έχω τόση πίκρα, τόσο θυμό και τόσο πόνο μέσα μου, που αρχίζω πραγματικά να πιστεύω πως δημιουργώ ακούσια καταστάσεις όπου πληγώνω και πληγώνομαι, μόνο και μόνο για να καταφέρω να τα εκφράσω. 
Ντρέπομαι πολύ που φέρομαι έτσι στον ίδιο μου τον εαυτό -και πόσο μάλλον για τον τρόπο που σ' αυτές τις φάσεις αντιμετωπίζω τους άλλους που δεν μου φταίνε και σε τίποτα.
Κι αν αγαπάει κάποιος άσχημα κι αρρωστημένα το εγώ του, με ποια λογική θα μπορούσε να αγαπάει κάποιον φυσιολογικά? Να αγαπάει κάποιον σωστά?
Η μόνη παρηγοριά είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης που τους έχω και η σιγουριά ότι όλοι κάπου-κάποτε-σε κάποιον, φέρθηκαν σκάρτα και εν τέλει τους αξίζει.

Το αστείο είναι ότι όλοι λίγο-πολύ έχουμε ένα άτομο να μας υπερασπιστεί, να μας χαϊδέψει τ' αυτάκια και να μας πει με όλο το θράσος της ανειλικρίνειάς του "αξίζεις κάτι καλύτερο".

Το ακόμη πιο αστείο είναι ότι ουσιαστικά χρειαζόμαστε αυτόν που θα μας πει ότι είμαστε κακά άτομα. Κακά άτομα, όχι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Κακά άτομα με την έννοια του προβληματικού, του αδύναμου, του δεν-πρόκειται-να-αλλάξει ατόμου. Χρειαζόμαστε κάποιον να μας πει μια και μόνο φορά την αλήθεια. Να μας πει "δεν αξίζεις τίποτε απ' όλα όσα σου δίνουν και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που νιώθεις ότι κάτι πάει στραβά και δεν μπορείς να λάβεις ευχαρίστηση".

Είναι αστείο. 

Και είναι αστείο γιατί μόνο μέσω της διακωμώδησης και της μάσκας του "είχα-καλές-προθέσεις", είμαστε ικανοί να κρύψουμε έναν σκατένιο χαρακτήρα.

September 14, 2014

Αναδρομές

Αυτά τα ήσυχα μεσημέρια του τελευταίου καιρού μου αφήνουν την ίδια γλυκόπικρη γεύση που μου άφηναν οι μέρες στα νεανικά μου καλοκαίρια.

Πολύ ζέστη, αλλά όχι αφόρητη, πολύ ησυχία αλλά όχι απόλυτη -αν εξαιρέσουμε το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών, το ελαφρύ περπάτημα των γατιών και τους παροδικούς ήχους μέσα απ' τα παράθυρα των μονοκατοικιών και των χαμόσπιτων των γιαγιάδων της γειτονιάς. 

Κι όλα αυτά απ' τη μεγάλη βεράντα του ισόγειου σπιτιού μου, με λίγο δροσερό καφέ, ένα βιβλίο και τη γάτα μισοκοιμισμένη σε μια θέση δίπλα μου, ν' ανοίγει που και που τα μάτια για να σιγουρέψει εάν η συντροφιά της βρίσκεται ακόμη συνάμα της. Μακριά απ' την πόλη της Μυτιλήνης, τον θόρυβο και την κίνηση, την αρρώστια των πολλών -αυτήν της καλοπέρασης και της παροδικής διασκέδασης- σαν δύο γερασμένες έφηβες, απολαμβάνουμε τον μεσημεριανό ήλιο και το ζεστό αεράκι, δίχως ίχνος τρέλας και εφηβικής υστερίας. Εκείνη, ήρεμη κι αγέρωχη να κάθεται στο μπαλκόνι ή με σίγουρο και σταθερό βήμα να περιπλανιέται μες το σπίτι, κι εγώ γαλήνια και ευδιάθετη που καταφέραμε πια να συμβιώσουμε.

Ήταν λες και το πέρασμα στην ενηλικίωση έγινε ταυτόχρονα και στις δύο και το μόνο που μας έμεινε είναι μια αμοιβαία τρυφερότητα.
Εκείνη χωρίς την υπερκινητικότητα και το ένστικτο της καταστροφής όλου του σπιτιού που είχε σαν νεαρό γατί, έπειτα από μια δύσκολη γέννα κι έναν κανιβαλισμό των νεκρών νεογέννητων γατιών κι εγώ, ελεύθερη απ' την αφέλεια των δεκαοχτών μου χρόνων, από αυτοκαταστροφικές τάσεις και εκρήξεις θυμού, έπειτα από εμπειρίες κακοποίησης και τραυματικών γεγονότων.

Τα οποία γεγονότα -πολύ αργότερα μεν- μου επισήμαναν ότι ωριμάζω, όταν αντιλήφθηκα ότι σταμάτησα να αντιδράω σε κάποιες καταστάσεις. Κάποιες φορές απλά χρειάζεται να μην αντιδράσεις και να αφήσεις τον άλλον να συνεχίσει να είναι ένας υπάνθρωπος ηλίθιος, παραδεχόμενος ότι οι ευτελιστικές του πράξεις καθορίζουν μονάχα εκείνον τον ίδιο. Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο -δεν είναι δική σου δουλειά. Είναι ακραία δύσκολο να φτιάξεις τον δικό σου εαυτό, μη τον βαραίνεις και με την ευθύνη του εαυτού του άλλου.

Αντ' αυτού μπορεις να κάτσεις στην βεράντα του σπιτιού σου, να αγναντέψεις τριγύρω, αποτραβώντας για λίγο το βλέμμα σου απ' το βιβλίο που κρατάς, ίσα για να οραματιστείς το τοπίο που θέλει να σου περιγράψει ο συγγραφέας.

Αλλά απ' τη δική μου τη βεράντα, όπου μπορώ να κοιτάξω, ορθώνονται βουνοπλαγιές, δίνοντάς μου την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε κοιλάδα, θυμίζοντάς μου τα καλοκαίρια στο χωρίο μου. Από νωρίς το απόγευμα έφτιαχνα ένα σακίδιο με τα απαραίτητα για τη γνωστή, μοναχική πεζοπορία στο βουνό μέχρι να φτάσω στον ανεμόμυλο και να χάσω τον χρόνο και κουτσά στραβά να βρω τον δρόμο για το σπίτι αργά το βράδυ. Θυμάμαι την τρομαχτική σιλουέτα του παππού μου, με την επιβλητικότητα του 1.85 ύψους, με τις σκληροτράχηλες παλάμες του να μου δίνει τον καλό του τον φακό.
"Και να προσέχεις κωλόπαιδο, εντάξει? Ο δρόμος το πρωί και ο δρόμος το βράδυ, μοιάζουν ίδιοι ίσα με ποτέ (βήχας). Και τούτο 'δω τον φακό θα τονε κουβαλάς πάντα, ακούς Αλεξάνδρα? Το έβαλες στο παλαβό σου το κεφάλι? Πάντα".
Και δεν το πήρα. Και γύρισα νωρίς το πρωί, χωρίς φακό, ζαρωμένη απ' το ψοφόκρυο και την υγρασία, έχοντας στο σπίτι να με περιμένουνε ξυλιές.

Νοσταλγία με κατακλύζει αναλογιζόμενη εκείνα τα καλοκαίρια, αλλά πάντα έχοντας αντίληψη των κακεντρεχών παιχνιδιών της μνήμης, που σε κάνουν να εξιδανικεύεις το παρελθόν, μιας και ο χρόνος απαλύνει τις κακές αναμνήσεις.
Οι εξορμήσεις στο βουνό είναι αυτές που μπορώ να συγκρατήσω και όχι ο πόνος απ' τις ξυλιές στον κώλο. Αλλά είμαι σίγουρη ότι εκείνη την περίοδο, δεν ήταν έτσι.
Πιστεύω κι ο παππούς μου, τώρα πια, θα τα φέρνει στη μνήμη του αλλιώς. Διαστρευλωμένα ίσως. Έτσι ανήμπορος και ζαρωμένος, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, έχοντας χάσει την επιβλητική του όψη και τον σκληρό του χαρακτήρα, με τον χρόνο και την ηλικία να τον έχουν κερδίσει στον αγώνα δρόμου της ζωής.
Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και προσπαθεί να φτάσει με το αδύναμο, ρυτιδιασμένο χέρι του το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο. Διψάει. Με κοιτάζει παρακαλώντας με να τον βοηθήσω. Κι εγώ πλησιάζω, και με το χέρι μου σπρώχνω το ποτήρι με το νερό, στην άλλη άκρη του κομοδίνου, πιο μακριά. Κι έπειτα ξυπνάω.

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, λένε.

Και τώρα τελευταία είναι που το ακούω όλο και πιο συχνά από παρέες, καθώς κάνουν βδομάδες να με δουν και να τους συντροφεύσω σε βραδινές εξορμήσεις μέχρι πρωίας. Προτιμώ αυτό που έχω τώρα. Είναι ένα συναίσθημα, σαν να επιπλέεις.
Κ' οι μέρες μου δεν είναι ανιαρές -είναι γαλήνιες. Διαβάζω, γράφω κι έχω σκιρτήματα έρωτα στην καρδιά μου. Και συνιστώ και σε σας να γράφετε. Να γράφετε συνέχεια. Να γράφετε πάντα. Να γράφετε για το οτιδήποτε. Γιατί πάντα κάποιος καίγεται να τα διαβάσει. Να γλιστρήσει για λίγο μέσα στο μυαλό σας. Να σας γνωρίσει.         

September 10, 2014

Είτε πολυτάραχο κρεβάτι είτε ήσυχα απογεύματα, ό,τι και να κάνουμε γυμνοί είναι έρωτας

Μου τη σπάει η λέξη "ενθουσιασμός". Τη βρίσκω άκρως ακατάλληλη για να εκφράσεις ένα τόσο έντονο συναίσθημα όπως το ερωτικό πάθος. 
Όταν γύρισαν να μου πουν "ένας ενθουσιασμός είναι, θα περάσει" βασανιζόμουν γύρω στον έναν με ενάμιση χρόνο. Είχα αυτό το επίμονο βάρος στον θώρακα, την κυκλοθυμία, το σκίρτημα στην καρδιά, τον κόμπο στο στομάχι και λίγες στάλες υπέρτατης ευτυχίας ξεκλέβοντας ένα βλέμμα.
Και απ' το "απλός ενθουσιασμός" με πήγαν στο "ένας νεανικός έρωτας χωρίς ανταπόκριση είναι, θα περάσει, ο κανονικός έρωτας είναι αλλιώς".
Και όντως πέρασε, αλλά το ερώτημα παρέμεινε: Και πώς είναι ένας κανονικός έρωτας?
Και μου είπαν "όταν έρθει θα το καταλάβεις" και όταν νόμιζα ότι ήρθε και νόμιζα ότι το κατάλαβα μου είπαν "καμιά φορά δεν είσαι πραγματικά ερωτευμένος με το ίδιο το άτομο, είσαι ερωτευμένος με την ιδέα του να είσαι ερωτευμένος".

Τώρα μπορώ να τους διαολοστείλω κι αυτούς και τα γαμημένα τους κλισέ. Κατέληξα στο ότι δεν υπήρξε στιγμή απ'την εφηβεία μου κι έπειτα που να μην υπήρξα ερωτευμένη. Κατέληξα στο ότι υπάρχουν άπειρα είδη έρωτα.
Ερωτεύτηκα αγνά και όμορφα.
Ερωτεύτηκα εγωιστικά και σκληρά.
Ερωτεύτηκα τρυφερά κι ανιδιοτελή.
Ερωτεύτηκα βίαια και άπληστα.
Ο μόνος κοινός παράγοντας ήταν το πάθος, ο ρόλος του οποίου με συγχύζει ακόμα, διότι δεν μπορώ να αντιληφθώ για πιο λόγο το νιώθει κανείς πιο έντονο σε μια κατα τ' άλλα "προβληματική" σχέση. Γιατί βαφτίζουμε τους δύσκολους έρωτες, γεμάτους προβλήματα, τους πιο έντονους της ζωής μας? Αυτοί οι παράνομοι, οι καταστροφικοί, οι θυελλώδεις έρωτες που κρύβουν μέσα τους μια μορφή κακοποίησης ή κατάχρησης, γιατί είναι αυτοί που μας μένουν παραπάνω? Κατά τη διάρκειά τους πληγωνόμαστε και στο τέλος τους μένουμε μετέωροι αλλά αυτοί οι ίδιοι είναι που αναπολούμε με βαθιά νοσταλγία. Είμαστε μαζόχες? Πάντα έτσι συνέβαινε ή είναι ένα ακόμη στίγμα της διεστραμμένης, σύγχρονης κοινωνίας? Ερωτευόμαστε με γραμμή πλεύσης το μίσος και όχι την αγάπη? Τι, τι πάει στραβά?
Όταν ήμουν στο πρώτο έτος , είχα γνωρίσει εντελώς τυχαία ένα άτομο που είχε  τελειώσει μια θεολογική σχολή και κάπως καταλήξαμε να μιλάμε για το θέμα και είχε αναφέρει κάτι ηλίθιο μεν, ενδιαφέρον δε: Το πάθος είναι η ουσία του έρωτα και σύμφωνα με τη Βίβλο το πάθος είναι αμάρτημα και δεν θα μπορούσες να το παντρέψεις με τίποτε αγνό, όπως η τρυφερότητα για παράδειγμα, παρά μόνο με άλλα αμαρτήματα. Ο αληθινός έρωτας είναι αληθινή καταστροφή.
Δεν ξέρω, εάν έβγαζα τα βιβλικά στοιχεία, παίζει να έβγαζε και νόημα. Εγώ απλά έγνεψα και συνέχισα να πίνω τη μπύρα μου όσο μονολογούσε, διότι εκείνη την περίοδο ήμουν πεπεισμένη ότι όλοι αυτοί οι θυελλώδεις έρωτες υπήρχαν μόνο σε γραμματοσειρές βιβλίων αθεράπευτα ρομαντικών ποιητών. Πώς γελάστηκα έτσι.



-Σ' ερωτεύομαι να το ξέρεις.
-Σκάσε, λες μπούρδες.
Και έσκασα.
Αργότερα κατάλαβα ότι όντως έλεγα μπούρδες.
Τον αγαπούσα υπερβολικά πολύ για να τον αφήσω να πιστέψει ότι τα συναισθήματα δεν ήταν αμοιβαία.