Strange Circus
I am Satan, I am Jesus Christ, I am Me : A poet, a lover, a loser. 'Cause there are no winners in this fucked up reality.
August 2, 2017
Με κατατρώει η ανηδονία κάτι μέρες σερί.
Σιχαίνομαι.
Θέλω να βγάλω το δέρμα μου.
Κοιμάμαι πολύ για να μη νιώθω ψυχικά ανάπηρη, βασικά ούτε καν, έχω αυτοκτονήσει ψυχικά -αυτό δε συμβαίνει όταν χάνεις το πάθος σου?
Κοιμάμαι πολύ λοιπόν, και νιώθω ότι σταματάω σταδιακά να μιλάω -κάτι που διορθώνουν οι ουσίες, ξεκάθαρα, αλλά δεν υπάρχει κουράγιο ούτε να τις ψάξω ούτε καν να τις καταναλώσω σε αξιοπρεπή βαθμό.
Δε βγαίνω έξω όταν είμαι έτσι. Τα χαμόγελα, τα γέλια των ανθρώπων με ενοχλούν, ακόμη και όταν βρίσκομαι με κοντινά μου άτομα, όταν μου μιλάνε με ενθουσιασμό για τη μέρα τους, για τη δουλειά τους, νιώθω να τα απεχθάνομαι, με βουτάνε πιο βαθιά στην κατάθλιψη. Η ζήλια μου ξεσκίζει τη κουρελιασμένη μου ψυχή, τους φθονώ μέχρι αηδίας .
Αλλά το βάσανο δε σταματάει εκεί, και μέσα στο σπίτι ακόμη, θα ακούγονται μουσικές και εύθυμες φωνές απ' τον έξω κόσμο, που τις νιώθω σαν καυτό χαστούκι πάνω στο μάγουλό μου -νιώθω να με υβρίζουν, να με χλευάζουν με την καλοπέρασή τους.
Τέτοιες μέρες θέλω να παρατήσω τη δουλεια μου. Θέλω να χαρίσω την κάμερά μου, μοιάζει αξιοθρήνητη στα χέρια μου. Θέλω να δώσω τη γάτα σε κάποιον που θα τη φροντίζει καλύτερα απο εμένα. Θέλω να πετάξω τα βιβλία μου, τα ρούχα , τα μπλοκ , τα χάπια, τα πάντα όλα στο πατωμα, να τα ποδοπατήσω, να τα φτύσω, να τα κάψω, κανένα τους δε λειτουργεί, δε με ευχαριστεί, δε προσφέρουν ούτε καν μια λειψή ικανοποίηση.
Θέλω να μείνω χωρίς τίποτα, άδεια και απο υλικά αγαθά, εδώ, στο σπίτι, με την υπόλοιπη δυστυχισμένη μου οικογένεια -τουλάχιστον μ αυτούς μπορώ να ταυτιστώ.
Μα πιο πολύ απ' όλα θέλω να στείλω τους λιγοστούς μου φίλους, τα κοντινά μου άτομα, στο διάολο. Να μη τους χαλάω τα απογεύματα ακυρώνοντας εξόδους. Τα βράδια τους κλαίγοντας στα πατώματα. Να μην τους ρουφάω την ενέργεια με την αέναη μιζέρια μου. Να μην τους πληγώνω αγαπώντας τους άσχημα -καθώς μισώ τον εαυτό μου πιο πολύ απ' όσο θα μπορούσα ποτέ να αγαπήσω κάποιον.
Σιχαίνομαι.
Θέλω να βγάλω το δέρμα μου.
Κοιμάμαι πολύ για να μη νιώθω ψυχικά ανάπηρη, βασικά ούτε καν, έχω αυτοκτονήσει ψυχικά -αυτό δε συμβαίνει όταν χάνεις το πάθος σου?
Κοιμάμαι πολύ λοιπόν, και νιώθω ότι σταματάω σταδιακά να μιλάω -κάτι που διορθώνουν οι ουσίες, ξεκάθαρα, αλλά δεν υπάρχει κουράγιο ούτε να τις ψάξω ούτε καν να τις καταναλώσω σε αξιοπρεπή βαθμό.
Δε βγαίνω έξω όταν είμαι έτσι. Τα χαμόγελα, τα γέλια των ανθρώπων με ενοχλούν, ακόμη και όταν βρίσκομαι με κοντινά μου άτομα, όταν μου μιλάνε με ενθουσιασμό για τη μέρα τους, για τη δουλειά τους, νιώθω να τα απεχθάνομαι, με βουτάνε πιο βαθιά στην κατάθλιψη. Η ζήλια μου ξεσκίζει τη κουρελιασμένη μου ψυχή, τους φθονώ μέχρι αηδίας .
Αλλά το βάσανο δε σταματάει εκεί, και μέσα στο σπίτι ακόμη, θα ακούγονται μουσικές και εύθυμες φωνές απ' τον έξω κόσμο, που τις νιώθω σαν καυτό χαστούκι πάνω στο μάγουλό μου -νιώθω να με υβρίζουν, να με χλευάζουν με την καλοπέρασή τους.
Τέτοιες μέρες θέλω να παρατήσω τη δουλεια μου. Θέλω να χαρίσω την κάμερά μου, μοιάζει αξιοθρήνητη στα χέρια μου. Θέλω να δώσω τη γάτα σε κάποιον που θα τη φροντίζει καλύτερα απο εμένα. Θέλω να πετάξω τα βιβλία μου, τα ρούχα , τα μπλοκ , τα χάπια, τα πάντα όλα στο πατωμα, να τα ποδοπατήσω, να τα φτύσω, να τα κάψω, κανένα τους δε λειτουργεί, δε με ευχαριστεί, δε προσφέρουν ούτε καν μια λειψή ικανοποίηση.
Θέλω να μείνω χωρίς τίποτα, άδεια και απο υλικά αγαθά, εδώ, στο σπίτι, με την υπόλοιπη δυστυχισμένη μου οικογένεια -τουλάχιστον μ αυτούς μπορώ να ταυτιστώ.
Μα πιο πολύ απ' όλα θέλω να στείλω τους λιγοστούς μου φίλους, τα κοντινά μου άτομα, στο διάολο. Να μη τους χαλάω τα απογεύματα ακυρώνοντας εξόδους. Τα βράδια τους κλαίγοντας στα πατώματα. Να μην τους ρουφάω την ενέργεια με την αέναη μιζέρια μου. Να μην τους πληγώνω αγαπώντας τους άσχημα -καθώς μισώ τον εαυτό μου πιο πολύ απ' όσο θα μπορούσα ποτέ να αγαπήσω κάποιον.
December 2, 2016
Ποτέ δεν ήθελα να ενταχθώ στον κόσμο των μεγάλων, ποτέ. Ήδη από παιδάκι ήξερα ότι η ενηλικίωση για μένα συνεπάγεται γηρατειά και δυστυχία. Ίσως γι αυτό φοβόμουν να μεγαλώσω -ίσως γι αυτό όλοι φοβούνταν να μεγαλώσουν.
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος των μεγάλων είναι βουτηγμένος στο φόβο, και γύρω στα δεκαεννιά σου, είναι που χάνεις τη γλυκιά άγνοια κινδύνου. Και όσο περνάνε τα χρόνια η τρέλα μέσα στο κεφάλι σου ξεχύνεται και παραέξω. Και οι δικές μου φοβίες πληθαίνουν. Περπατάω στο δρόμο και φαντασιώνομαι να με χτυπάει αυτοκίνητο και να με παρασέρνει, εγκλωβισμένη στους τέσσερις τροχούς του ή να σκοντάφτω και πέφτοντας να σπάει ο λαιμός μου στη μέση, στην άκρη του πεζοδρομίου. Ακούω αεροπλάνα να πετούν και ασυναίσθητα προσπαθώ να κρυφτώ κάτω από κάποιο υπόστεγο (λες και αυτό θα μπορούσε να με σώσει) τρέμοντας ότι θα πέσει πάνω μου ή ότι θα ρίξουν βόμβες. Πέφτω στο κρεβάτι και τρέμω ότι το ταβάνι θα καταρρεύσει -ώρες ώρες δυσκολεύομαι μέχρι και να καθαρίσω, κάνοντας εικόνες στο κεφάλι μου τη χλωρίνη να πέφτει πάνω στα γυμνά μου χέρια και να παθαίνω χημικό έγκαυμα. Και η χειρότερη φοβία απ' όλες? Η σιγουριά ότι το σώμα μου θα εγκαταλείψει. Ότι θα αρρωστήσω και απλά το ανοσοποιητικό μου σύστημα θα στέκεται μετέωρο, έχοντας παραδώσει τα όπλα -ένας τρόπος για να με εκδικηθεί το σώμα μου για τον τρόπο που του φέρομαι και για το πόσο το μισώ.
Βέβαια κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι δε φοβάσαι μόνος σου. Ότι μπερδεμένοι, φοβισμένοι και ψυχικά ανάπηροι είναι πάνω κάτω όλοι, όχι μόνο εσύ. Και νιώθεις μια γλυκιά παρηγοριά. Στην αρχή.
Μετά πανικοβάλλεσαι. Αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι ακόμη πιο μόνος. Αν όλοι ειναι ελλατωματικοί τότε ποιος θα σε σώσει, ποιος θα απλώσει το χέρι του να σε αρπάξει να μην πέσεις, ποιος θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο?
Κανείς.
Πάνω σου πέφτει η ευθύνη αλλά είσαι ένας γαμημένος τεμπέλης (τύπικαλ μι).
Ωστόσο επειδή είμαι αισιόδοξα απαισιόδοξη και έχω, όλως παραδόξως, κρατήσει την παιδική μου αφέλεια, λέω ότι δεν πειράζει και ότι όλα θα πάνε καλά.
Είναι αυτή η ελπίδα και το σκίρτημα στην καρδιά κάθε φορά που κάνεις χειραψία μ' έναν καινούριο άνθρωπο.
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος των μεγάλων είναι βουτηγμένος στο φόβο, και γύρω στα δεκαεννιά σου, είναι που χάνεις τη γλυκιά άγνοια κινδύνου. Και όσο περνάνε τα χρόνια η τρέλα μέσα στο κεφάλι σου ξεχύνεται και παραέξω. Και οι δικές μου φοβίες πληθαίνουν. Περπατάω στο δρόμο και φαντασιώνομαι να με χτυπάει αυτοκίνητο και να με παρασέρνει, εγκλωβισμένη στους τέσσερις τροχούς του ή να σκοντάφτω και πέφτοντας να σπάει ο λαιμός μου στη μέση, στην άκρη του πεζοδρομίου. Ακούω αεροπλάνα να πετούν και ασυναίσθητα προσπαθώ να κρυφτώ κάτω από κάποιο υπόστεγο (λες και αυτό θα μπορούσε να με σώσει) τρέμοντας ότι θα πέσει πάνω μου ή ότι θα ρίξουν βόμβες. Πέφτω στο κρεβάτι και τρέμω ότι το ταβάνι θα καταρρεύσει -ώρες ώρες δυσκολεύομαι μέχρι και να καθαρίσω, κάνοντας εικόνες στο κεφάλι μου τη χλωρίνη να πέφτει πάνω στα γυμνά μου χέρια και να παθαίνω χημικό έγκαυμα. Και η χειρότερη φοβία απ' όλες? Η σιγουριά ότι το σώμα μου θα εγκαταλείψει. Ότι θα αρρωστήσω και απλά το ανοσοποιητικό μου σύστημα θα στέκεται μετέωρο, έχοντας παραδώσει τα όπλα -ένας τρόπος για να με εκδικηθεί το σώμα μου για τον τρόπο που του φέρομαι και για το πόσο το μισώ.
Βέβαια κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι δε φοβάσαι μόνος σου. Ότι μπερδεμένοι, φοβισμένοι και ψυχικά ανάπηροι είναι πάνω κάτω όλοι, όχι μόνο εσύ. Και νιώθεις μια γλυκιά παρηγοριά. Στην αρχή.
Μετά πανικοβάλλεσαι. Αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι ακόμη πιο μόνος. Αν όλοι ειναι ελλατωματικοί τότε ποιος θα σε σώσει, ποιος θα απλώσει το χέρι του να σε αρπάξει να μην πέσεις, ποιος θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο?
Κανείς.
Πάνω σου πέφτει η ευθύνη αλλά είσαι ένας γαμημένος τεμπέλης (τύπικαλ μι).
Ωστόσο επειδή είμαι αισιόδοξα απαισιόδοξη και έχω, όλως παραδόξως, κρατήσει την παιδική μου αφέλεια, λέω ότι δεν πειράζει και ότι όλα θα πάνε καλά.
Είναι αυτή η ελπίδα και το σκίρτημα στην καρδιά κάθε φορά που κάνεις χειραψία μ' έναν καινούριο άνθρωπο.
July 5, 2016
Η Δράκαινα
Πώς καμιά φορά τα φέρνει έτσι η τύχη και κάποια στιγμή της ζωής σου αποκτάς ένα κουσούρι?
Ένα σκάρτο πόδι που σε ταλαιπωρεί και δεν μπορείς να τρέξεις ή μια μικρή καμπούρα στην πλάτη ίσως, που σ' εμποδίζει να σταθείς στο ύψος σου.
Ε, εγώ στα 12 απέκτησα μια Δράκαινα.
Ένα μαυριδερό, γκροτέσκο πλάσμα, με αμυγδαλωτά, σμαραγδένια μάτια και αγκαθωτή ράχη που κατοικεί στην σπονδυλική μου στήλη.
Τον περισσότερο καιρό τον περνάει κουρνιάζοντας μισοκοιμισμένη στο κύρτωμα της μέσης μου, με την ουρά της ασφυκτικά τυλιγμένη, χαμηλά, γύρω απ' τον κόκκυγα -μια άκρως ενοχλητική παρουσία που μ' αφήνει συνήθως κουρασμένη και αδιάθετη.
Αυτές είναι οι καλές μέρες.
Τις κακές μέρες, η Δράκαινα ξυπνάει.
Ξετυλίγει τον σφιχτό κλοιό της σκληροτράχηλης ουράς της, τεντώνεται, και μπήγοντας τα κοφτερά της νύχια, ξεκινάει να σκαρφαλώνει έναν έναν τους σπονδύλους μου.
Όταν πια φτάσει στη βάση του κρανίου μου, κουλουριάζεται εκεί, και ανοίγει διάπλατα το φιδίσιο της στόμα.
Και τότε την ακούω.
Ακούω την απαίσια, συριχτή φωνή της και τη φαρμακερή της γλώσσα -εκεί- πίσω απ' το αφτί μου, να βουτάνε στον οχετό των σκέψεών μου.
Να χορεύουνε αντάμα, ν' αγκαλιάζονται, να τυλίγονται, να μπερδεύονται, να γίνονται ένα μεταξύ τους -μέχρι που μου είναι πια αδύνατο να ξεχωρίσω τις δικές μου σκέψεις απ' τα αισχρά, αποκαρδιωτικά της λόγια που μ' αρρωσταίνουν.
Όταν πια με έχει κάνει κουρέλι, ηρεμεί.
Γλιστράει στη τσουλήθρα της παιδικής χαράς της που κατήντησε το σώμα μου, και παίρνει πάλι την αρχική της θέση.
~
Όταν με ρώτησε γιατί έχω την ανάγκη να δώσω μια μορφή στην κατάθλιψη, της απάντησα ότι εάν δεν το κάνω, θα με καταβροχθίσει.
Αν δεν της δώσω υπόσταση, κάτι χειροπιαστό, με σάρκα και οστά, κάτι που μπορείς να πληγώσεις -να σκοτώσεις- τότε το θάρρος μου θα φτερουγίσει, τα πόδια μου θα τρέμουν απ' το φόβο και τα γόνατά μου θα πέσουν βαριά στο έδαφος.
Αλλά όσο κι αν με διαβεβαιώνει ότι περνάει, εγώ πιστεύω ότι απλά φεύγει.
Έρχεται και φεύγει. Ξανά και ξανά. Δεν εξαφανίζεται, δεν σ' εγκαταλείπει.
Είναι εκεί όταν κοιμάσαι. Και είναι εκεί όταν ξυπνάς.
Είναι εκεί όταν γελάς με τους φίλους σου και όταν γυρνάς το απόβραδο στο σπίτι.
Και όταν πια επαναπαύεσαι νομίζοντας ότι είναι νεκρή, είναι εκεί και ξυπνάει.
Κι αρχίζει να σκαρφαλώνει.
Και μέχρι ο θάνατος να χωρίσει την ψυχή απ' το σώμα, η Δράκαινα θα χωρίζει τα πάντα απ' την ψυχή.
Ένα σκάρτο πόδι που σε ταλαιπωρεί και δεν μπορείς να τρέξεις ή μια μικρή καμπούρα στην πλάτη ίσως, που σ' εμποδίζει να σταθείς στο ύψος σου.
Ε, εγώ στα 12 απέκτησα μια Δράκαινα.
Ένα μαυριδερό, γκροτέσκο πλάσμα, με αμυγδαλωτά, σμαραγδένια μάτια και αγκαθωτή ράχη που κατοικεί στην σπονδυλική μου στήλη.
Τον περισσότερο καιρό τον περνάει κουρνιάζοντας μισοκοιμισμένη στο κύρτωμα της μέσης μου, με την ουρά της ασφυκτικά τυλιγμένη, χαμηλά, γύρω απ' τον κόκκυγα -μια άκρως ενοχλητική παρουσία που μ' αφήνει συνήθως κουρασμένη και αδιάθετη.
Αυτές είναι οι καλές μέρες.
Τις κακές μέρες, η Δράκαινα ξυπνάει.
Ξετυλίγει τον σφιχτό κλοιό της σκληροτράχηλης ουράς της, τεντώνεται, και μπήγοντας τα κοφτερά της νύχια, ξεκινάει να σκαρφαλώνει έναν έναν τους σπονδύλους μου.
Όταν πια φτάσει στη βάση του κρανίου μου, κουλουριάζεται εκεί, και ανοίγει διάπλατα το φιδίσιο της στόμα.
Και τότε την ακούω.
Ακούω την απαίσια, συριχτή φωνή της και τη φαρμακερή της γλώσσα -εκεί- πίσω απ' το αφτί μου, να βουτάνε στον οχετό των σκέψεών μου.
Να χορεύουνε αντάμα, ν' αγκαλιάζονται, να τυλίγονται, να μπερδεύονται, να γίνονται ένα μεταξύ τους -μέχρι που μου είναι πια αδύνατο να ξεχωρίσω τις δικές μου σκέψεις απ' τα αισχρά, αποκαρδιωτικά της λόγια που μ' αρρωσταίνουν.
Όταν πια με έχει κάνει κουρέλι, ηρεμεί.
Γλιστράει στη τσουλήθρα της παιδικής χαράς της που κατήντησε το σώμα μου, και παίρνει πάλι την αρχική της θέση.
~
Όταν με ρώτησε γιατί έχω την ανάγκη να δώσω μια μορφή στην κατάθλιψη, της απάντησα ότι εάν δεν το κάνω, θα με καταβροχθίσει.
Αν δεν της δώσω υπόσταση, κάτι χειροπιαστό, με σάρκα και οστά, κάτι που μπορείς να πληγώσεις -να σκοτώσεις- τότε το θάρρος μου θα φτερουγίσει, τα πόδια μου θα τρέμουν απ' το φόβο και τα γόνατά μου θα πέσουν βαριά στο έδαφος.
Αλλά όσο κι αν με διαβεβαιώνει ότι περνάει, εγώ πιστεύω ότι απλά φεύγει.
Έρχεται και φεύγει. Ξανά και ξανά. Δεν εξαφανίζεται, δεν σ' εγκαταλείπει.
Είναι εκεί όταν κοιμάσαι. Και είναι εκεί όταν ξυπνάς.
Είναι εκεί όταν γελάς με τους φίλους σου και όταν γυρνάς το απόβραδο στο σπίτι.
Και όταν πια επαναπαύεσαι νομίζοντας ότι είναι νεκρή, είναι εκεί και ξυπνάει.
Κι αρχίζει να σκαρφαλώνει.
Και μέχρι ο θάνατος να χωρίσει την ψυχή απ' το σώμα, η Δράκαινα θα χωρίζει τα πάντα απ' την ψυχή.
March 22, 2016
March 2, 2016
Το δικό μας Κατερινάκι
Με πιάνει θαρρείς το παράπονο, τώρα που παίρνω πτυχίο και αναγκάζομαι να γυρίσω στο πατρικό μου. Δεν είναι δα και λίγο ν' αφήνεις τα πράγματά σου, το σπίτι σου, ειδικά εάν έχεις κάνει τόσο κόπο να το φτιάξεις για να το νιώθεις δικό σου.
Και τώρα?
Τώρα το παλεύουμε για μεταπτυχιακό.
Αλλά απ' τη μία δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να νοικιάσω ένα δικό μου σπιτάκι και απ' την άλλη η σκέψη ότι θα μείνω με τους δικούς μου με τρομοκρατεί.
Οπότε μια πολύ καλή ιδέα, είναι να πάρω το γατί παραμάσχαλα και να απομονωθώ για κανένα 5μηνο στο χωριό μαζί με τους παππούδες μου, για να διαβάσω με την ησυχία μου για τις εισαγωγικές στη σχολή που θέλω. Θα πάρω το πάνω σπίτι, θα έχω ηρεμία, θάλασσα, φύση, δεν θα έχω ίντερνετ (που ούτε και τώρα έχω, οπότε μικρό το κακό) και η γάτα θα είναι ελεύθερη να κάνει τις βόλτες της, χωρίς εμένα να αργοπεθαίνω απ' τις τύψεις που την έκλεισα σε διαμέρισμα με 3 άτομα και σκύλο, η κακούργα μάνα.
Καίτοι ενθουσιασμένη αρχικά, αργότερα έπιασα τον εαυτό μου να έχει αναστολές όσον αφορά στη διαμονή μου εκεί. Βλέπετε, στο χωριό, απέκτησα πολλές απ' τις πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις και η σκέψη ότι, τώρα που θα πάω, κάποιος θα λείπει, είναι δυσβάσταχτη.
Κι αυτός που θα λείπει, είναι η γιαγιά μου η Κατερίνα, που πέρσι τέτοια εποχή τη νίκησαν τα γηρατειά. Προγιαγιά* για να είμαι ακριβής, αλλά ποιος θα τολμήσει να την αποκαλέσει έτσι, τέτοιο νιάτο που ήταν στη ψυχή η συγχωρεμένη?
Η γιαγιά μου λοιπόν, η Κατερίνα Παναγιάρη (πρώην Παπουτσή απ' τον πατέρα της τον Σταύρο), γεννήθηκε στον Άγιο Λουκά, ένα χωριουδάκι έξω απ' τη Χαλκίδα, το έτος 1910 παρακαλώ (Μαθουσάλας το Κατερινάκι, 105 χρονώ μας άφησε). Είχε περίπου 8 αδέρφια. Η κόρη της, η γιαγιά μου η Μαρίνα, μπορεί να πει με σιγουριά ότι είχε τουλάχιστον 4 αδελφάδες, μόνο εκείνες γνώρισε, τα υπόλοιπα αδέλφια πεθάνανε μικρά. Κι εγώ τη ρωτούσα τη Κατερίνα "Γιαγιά πώς η μαμά σου έκανε τόσα παιδιά?" και μ' απαντούσε εκείνη γελώντας "Μετά το πέμπτο βγαίναμε μοναχά μας".
Κούκλα από μικρή, μελαχρινή με το θαλασσί το μάτι (τούτη μας τα χάρισε τα μάτια, όπως λέγει ο πατέρας μου), και απ' τα 12 χρόνια της στη δουλειά, η δόλια η Κατερίνα. Στη ΔΕΗ ξημεροβραδιάζονταν να δουλεύει, που τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα, και άνοιγαν στοές για το κάρβουνο και είχανε φτιάξει ράγες κι επάνω βαγόνια για να το μεταφέρουν. Εκεί, που πέρασε ένα βαγόνι, σακατεύτηκε μόνιμα το δάχτυλο στο δεξί της χέρι, όταν το μάγκωσε στις ράγες -ιστορία που μου διηγήθηκε όταν ήμουν αρκετά μικρή, για να πάψω να τη βασανίζω, το παλαβό παιδί, που έπαιζα κυνηγώντας την γύρω-γύρω για να κρυφτώ κάτω απ' τα φουστάνια της.
Έπειτα, μεγαλοπαντρεύτηκε στην ηλικία των 22, τον προπάππο μου τον Αντώνη Παναγιάρη, κρεοπώλης στο επάγγελμα. Σαν μεγάλωσα εγώ, είχε να μου το παραπονιέται η Κατερίνα "Εγώ δούλευα και μετά παντρεύτηκα. Αγράμματη έμεινε η γιαγιά. Άσ' τους γάμους και τα παιδιά, γράμματα να μάθεις".
Με τον άντρα της κάνανε 5 παιδιά. Σκληρή μάνα το Κατερινάκι. Μου 'λεγε η γιαγιά μου η Μαρίνα, ό,τι ξύλο έφαγε, το 'φαγε από δαύτην κι όχι απ' τον πατέρα της. Αλλά τ' αγαπούσε τα παιδάκια της πολύ -κι ας μην είχε πολλά να τους δώσει.
Ήταν μια πρωτοχρονιά που η γιαγιά μου, παιδάκι τότε, ξύπνησε και δεν είδε δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι. Και να σου κλάματα η μικρή η Μαρίνα, όλο το κόσμο ξεσήκωσε. Και τότε έβαλε κρυφά, η πονηρή, η Κατερίνα το πορτοκάλι κάτω απ' το μαξιλάρι. Και το βρίσκει η Μαρίνα και φωτίζεται το προσωπάκι της απ' τη χαρά. Βλέπετε, ένα πορτοκάλι δεν είναι τίποτα, και σε χωριό το βρίσκεις σε αφθονία, άλλα όταν είναι Πρωτοχρονιά και δε βρίσκεις δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι, και πέτρα να σου βάλουνε μετά, χαίρεσαι που απλά βρήκες κάτι.
Βέβαια, όσο ξύλο δεν πρόλαβε να της ρίξει της Μαρίνας, το έριξε η Μαρίνα στον πατέρα μου, τον Αντώνη. Κατάξανθο γλυκό αγγελούδι γαλανομάτικο ο πατέρας μου, μα μεγάλο διαόλι στη ψυχή. Και όπως γίνεται πάντα, όσο σκληρή μάνα είσαι τόσο γλυκιά γιαγιά γίνεσαι. Να τονε κυνηγάει τον Αντωνάκι η γιαγιά μου με τη γκλίτσα να του τις βρέξει, να την κυνηγάει από πίσω η Κατερίνα. Μωρή μουρλή, να της λέει, θα το λιανίσεις το παιδί!
Τα μαύρα η Κατερίνα τα πρωτοφόρεσε όταν πέθανε ο άντρας της στα 75 του χρόνια. Αλλά δεν ήταν ο τελευταίος που έθαψε. Δώρο η μακροζωία και κατάρα μαζί, η Κατερίνα έθαψε και αδέρφια και παιδιά. Τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ, παρά μόνο σε γάμους των εγγονών της.
Διότι τα χάρηκε πολύ τα 10 της εγγόνια. Κι άλλο τόσο χάρηκε και μας τα 12 δισέγγονα, γιατί τόσα είμαστε εάν δε μ' απατά η μνήμη μου. Ακόμα και τα Γερμανάκια που έρχονται μιά στα δέκα χρόνια χάρηκε. "Έρχετι η Μιλίνα κι ο Αντώνης να με ειδούνε!", φώναζε γεμάτη χαρά. Που ο Αντώνης, το εγγόνι, ελληνικά ξέρει, η Μελίνα το δισέγγονο, τίποτα, μηδέν. Αλλά ούτε η Κατερίνα ούτε κι εγώ, 10 χρονών τότε, πτοηθήκαμε, η αγάπη και το παιχνίδι δεν χρειάζονται ίδια γλώσσα.
Μα και τρισέγγονο, παρακαλώ, χάρηκε το Κατερινάκι, καθώς ο δεύτερός μου ξάδελφος, απέκτησε παιδί πριν καλά-καλά τελειώσει το σχολείο.
Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, γυμνασιοκόριτσο που ήμουν, συνέχισα να περνάω τα καλοκαίρια μου στο χωριό.
Κάθε μεσημέρι τρύπωνα στο δωμάτιο της Κατερίνας που έπλεκε, και έκανε διάλειμμα για να ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε την Εσμεράλντα με το Χοσέ Αρμάντο. Ακούγαμε εμείς την τυφλή να μεμψιμοιρεί 52 λεπτά στο Alter -άκουγε και όλη η γειτονιά. Βλέπετε, βάζαμε την ένταση στο τέρμα, από τότε η κακομοίρα ήταν λίγο περήφανη στ' αυτιά. Βέβαια ακουστικό δεν έβαλε ποτέ, γιατί, πώς να το κάνουμε, άκου 'κει που θα βάλω εγώ μηχάνημα μες τ' αυτί μου γριά γυναίκα!, και δώστου οι γκαρίδες κι οι φωνές για να σ' ακούσει.
Και τ' απογεύματα, να με βλέπει ακόμα ξυπόλητη να χοροπηδάω σαν το κατσίκι πέρα δώθε στα χαλίκια και στα χώματα να παίζω, και να μου λέει "Μωρή κουτρούλα, κοπέλα ολόκληρη, θα σκιστούν τα ποδάρια σου! ". Αλλά εγώ τίποτα, στα χαλίκια και στα χώματα αντέχουνε τα πόδια μου, μέσα στα παπούτσια γεμίζουνε φουσκάλες.
Κι όσο χοροπηδητό έριξα εγώ μικρή και πονούσαν οι αστράγαλοί μου το βράδυ σαν έπεφτα για ύπνο, άλλο τόσο περπάτημα έριξε η Κατερίνα μέχρι τα τελευταία της. Minas Tirith το χωριό, χτισμένο πάνω σε βουνό, μες τον ανήφορο και τον κατήφορο,ίσιο δρόμο δεν έχει, και η γιαγιά να βάζει μπρος με το μπαστούνι στο χέρι, και να διασχίζει το μισό χωριό για να πάει απ' τη μια κόρη στην άλλη. Θυμάμαι, τελευταία φορά που πήγα στο χωριό να τη δω ήταν το '13, τότε η Κατερίνα ήταν 103 χρονών, και καθόμασταν μαζί εγώ, αυτή και οι δυο κόρες της, η γιαγιά μου η Μαρίνα και η θεία η Κούλα. Και να λένε οι γιαγιάδες για εγχειρίσεις, για εγκεφαλικά, για χάπια, για ό,τι μύρια όσα έχουν περάσει από πάνω τους, και να λέει και η Κατερίνα "Αχ πουλάκι μου, κι εγώ πονάω". Τι έχεις γιαγιά της λέω. "Να, 'δω χάμω, πονάνε οι φτέρνες μου απ' το περπάτημα". "Άσε μας ρε μάνα!" να μουγκρίζει η θεία και δώστου γέλια εγώ, το δισέγγονο, που λίγο κόντεψε να με χάσουν που παραλίγο να πνιγώ.
Εκείνη την τελευταία φορά που την είδα είναι που μου είπε "Κόρη μου, η γιαγιά η Κατερίνα έζησε ένα αιώνα και θα ζούσε κι άλλον. Η ζωή δε χορταίνεται". Κι ας παρακαλούσε μετά το Θεό να την πάρει. Ήξερε ότι έρχεται η ώρα της και βιαζότανε να φύγει, η αθεόφοβη, να μην είναι βάρος.
Μα τι βάρος να είναι η ατρόμητη, η αθάνατη, η Κατερίνα? Που τριγυρνούσε με τα πόδια τόσο χρονών γυναίκα, έπλεκε με το μικρό το βελόνι, τα 'χε τετρακόσια, που μέχρι και συνέντευξη της πήραν απ' την τοπική εφημερίδα του Αλιβερίου, να τους λέει για τη φρίκη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Θαρρείς δε φοβήθηκε στιγμή. Μονάχα φοβήθηκε όταν ξέχασε ένα φεγγάρι τη βρύση του μπάνιου ανοιχτή, και νόμισε πώς αρχίζει να τα χάνει η καψερή. Αλλά κι εκεί ακόμα, παραπάνω ντροπή ένιωσε, μην την καταλάβουν, παρά φόβο.
Αυτή ήταν η δική μας, απείρως ταλαιπωρημένη μα πάντα χαμογελαστή, Κατερίνα. Που τα ξέγνοιαστα τα χρόνια τα έζησε όντας πια πολύ μεγάλη, σαν καθόταν στο μπαλκόνι κι έβαζε τα γυαλιά (μόνο τότε τα φορούσε, η αετομάτα) για να πλέξει τα προικιά μας. Από μικρή μαυροφορεμένη και με μαντίλα, την οποία έβγαζε μόνο τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Και παιδί σαν ήμουν, τη θυμάμαι να τη βγάζει, πριν κοιμηθεί.
Και να ξετυλίγει η Κατερίνα τον κότσο στα μαλλιά της, και να πέφτει η μακριά, ασημένια πλεξίδα ως χαμηλά στη πλάτη.
Και του το κάνει το χατίρι, του κοντοκουρεμένου δισέγγονου, να της ξεπλέκει τα μαλλιά και να τα χτενίζει.
Τι ωραία μακριά λευκά μαλλιά που έχεις γιαγιά!, ν' αναφωνώ με το χτενάκι περασμένο ακόμα στη κόμη της, και η μάγισσα, η Κατερίνα, να χαμογελά.
Πάντα να χαμογελά.
Και τώρα?
Τώρα το παλεύουμε για μεταπτυχιακό.
Αλλά απ' τη μία δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να νοικιάσω ένα δικό μου σπιτάκι και απ' την άλλη η σκέψη ότι θα μείνω με τους δικούς μου με τρομοκρατεί.
Οπότε μια πολύ καλή ιδέα, είναι να πάρω το γατί παραμάσχαλα και να απομονωθώ για κανένα 5μηνο στο χωριό μαζί με τους παππούδες μου, για να διαβάσω με την ησυχία μου για τις εισαγωγικές στη σχολή που θέλω. Θα πάρω το πάνω σπίτι, θα έχω ηρεμία, θάλασσα, φύση, δεν θα έχω ίντερνετ (που ούτε και τώρα έχω, οπότε μικρό το κακό) και η γάτα θα είναι ελεύθερη να κάνει τις βόλτες της, χωρίς εμένα να αργοπεθαίνω απ' τις τύψεις που την έκλεισα σε διαμέρισμα με 3 άτομα και σκύλο, η κακούργα μάνα.
Καίτοι ενθουσιασμένη αρχικά, αργότερα έπιασα τον εαυτό μου να έχει αναστολές όσον αφορά στη διαμονή μου εκεί. Βλέπετε, στο χωριό, απέκτησα πολλές απ' τις πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις και η σκέψη ότι, τώρα που θα πάω, κάποιος θα λείπει, είναι δυσβάσταχτη.
Κι αυτός που θα λείπει, είναι η γιαγιά μου η Κατερίνα, που πέρσι τέτοια εποχή τη νίκησαν τα γηρατειά. Προγιαγιά* για να είμαι ακριβής, αλλά ποιος θα τολμήσει να την αποκαλέσει έτσι, τέτοιο νιάτο που ήταν στη ψυχή η συγχωρεμένη?
Η γιαγιά μου λοιπόν, η Κατερίνα Παναγιάρη (πρώην Παπουτσή απ' τον πατέρα της τον Σταύρο), γεννήθηκε στον Άγιο Λουκά, ένα χωριουδάκι έξω απ' τη Χαλκίδα, το έτος 1910 παρακαλώ (Μαθουσάλας το Κατερινάκι, 105 χρονώ μας άφησε). Είχε περίπου 8 αδέρφια. Η κόρη της, η γιαγιά μου η Μαρίνα, μπορεί να πει με σιγουριά ότι είχε τουλάχιστον 4 αδελφάδες, μόνο εκείνες γνώρισε, τα υπόλοιπα αδέλφια πεθάνανε μικρά. Κι εγώ τη ρωτούσα τη Κατερίνα "Γιαγιά πώς η μαμά σου έκανε τόσα παιδιά?" και μ' απαντούσε εκείνη γελώντας "Μετά το πέμπτο βγαίναμε μοναχά μας".
Κούκλα από μικρή, μελαχρινή με το θαλασσί το μάτι (τούτη μας τα χάρισε τα μάτια, όπως λέγει ο πατέρας μου), και απ' τα 12 χρόνια της στη δουλειά, η δόλια η Κατερίνα. Στη ΔΕΗ ξημεροβραδιάζονταν να δουλεύει, που τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα, και άνοιγαν στοές για το κάρβουνο και είχανε φτιάξει ράγες κι επάνω βαγόνια για να το μεταφέρουν. Εκεί, που πέρασε ένα βαγόνι, σακατεύτηκε μόνιμα το δάχτυλο στο δεξί της χέρι, όταν το μάγκωσε στις ράγες -ιστορία που μου διηγήθηκε όταν ήμουν αρκετά μικρή, για να πάψω να τη βασανίζω, το παλαβό παιδί, που έπαιζα κυνηγώντας την γύρω-γύρω για να κρυφτώ κάτω απ' τα φουστάνια της.
Έπειτα, μεγαλοπαντρεύτηκε στην ηλικία των 22, τον προπάππο μου τον Αντώνη Παναγιάρη, κρεοπώλης στο επάγγελμα. Σαν μεγάλωσα εγώ, είχε να μου το παραπονιέται η Κατερίνα "Εγώ δούλευα και μετά παντρεύτηκα. Αγράμματη έμεινε η γιαγιά. Άσ' τους γάμους και τα παιδιά, γράμματα να μάθεις".
Με τον άντρα της κάνανε 5 παιδιά. Σκληρή μάνα το Κατερινάκι. Μου 'λεγε η γιαγιά μου η Μαρίνα, ό,τι ξύλο έφαγε, το 'φαγε από δαύτην κι όχι απ' τον πατέρα της. Αλλά τ' αγαπούσε τα παιδάκια της πολύ -κι ας μην είχε πολλά να τους δώσει.
Ήταν μια πρωτοχρονιά που η γιαγιά μου, παιδάκι τότε, ξύπνησε και δεν είδε δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι. Και να σου κλάματα η μικρή η Μαρίνα, όλο το κόσμο ξεσήκωσε. Και τότε έβαλε κρυφά, η πονηρή, η Κατερίνα το πορτοκάλι κάτω απ' το μαξιλάρι. Και το βρίσκει η Μαρίνα και φωτίζεται το προσωπάκι της απ' τη χαρά. Βλέπετε, ένα πορτοκάλι δεν είναι τίποτα, και σε χωριό το βρίσκεις σε αφθονία, άλλα όταν είναι Πρωτοχρονιά και δε βρίσκεις δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι, και πέτρα να σου βάλουνε μετά, χαίρεσαι που απλά βρήκες κάτι.
Βέβαια, όσο ξύλο δεν πρόλαβε να της ρίξει της Μαρίνας, το έριξε η Μαρίνα στον πατέρα μου, τον Αντώνη. Κατάξανθο γλυκό αγγελούδι γαλανομάτικο ο πατέρας μου, μα μεγάλο διαόλι στη ψυχή. Και όπως γίνεται πάντα, όσο σκληρή μάνα είσαι τόσο γλυκιά γιαγιά γίνεσαι. Να τονε κυνηγάει τον Αντωνάκι η γιαγιά μου με τη γκλίτσα να του τις βρέξει, να την κυνηγάει από πίσω η Κατερίνα. Μωρή μουρλή, να της λέει, θα το λιανίσεις το παιδί!
Τα μαύρα η Κατερίνα τα πρωτοφόρεσε όταν πέθανε ο άντρας της στα 75 του χρόνια. Αλλά δεν ήταν ο τελευταίος που έθαψε. Δώρο η μακροζωία και κατάρα μαζί, η Κατερίνα έθαψε και αδέρφια και παιδιά. Τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ, παρά μόνο σε γάμους των εγγονών της.
Διότι τα χάρηκε πολύ τα 10 της εγγόνια. Κι άλλο τόσο χάρηκε και μας τα 12 δισέγγονα, γιατί τόσα είμαστε εάν δε μ' απατά η μνήμη μου. Ακόμα και τα Γερμανάκια που έρχονται μιά στα δέκα χρόνια χάρηκε. "Έρχετι η Μιλίνα κι ο Αντώνης να με ειδούνε!", φώναζε γεμάτη χαρά. Που ο Αντώνης, το εγγόνι, ελληνικά ξέρει, η Μελίνα το δισέγγονο, τίποτα, μηδέν. Αλλά ούτε η Κατερίνα ούτε κι εγώ, 10 χρονών τότε, πτοηθήκαμε, η αγάπη και το παιχνίδι δεν χρειάζονται ίδια γλώσσα.
Μα και τρισέγγονο, παρακαλώ, χάρηκε το Κατερινάκι, καθώς ο δεύτερός μου ξάδελφος, απέκτησε παιδί πριν καλά-καλά τελειώσει το σχολείο.
Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, γυμνασιοκόριτσο που ήμουν, συνέχισα να περνάω τα καλοκαίρια μου στο χωριό.
Κάθε μεσημέρι τρύπωνα στο δωμάτιο της Κατερίνας που έπλεκε, και έκανε διάλειμμα για να ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε την Εσμεράλντα με το Χοσέ Αρμάντο. Ακούγαμε εμείς την τυφλή να μεμψιμοιρεί 52 λεπτά στο Alter -άκουγε και όλη η γειτονιά. Βλέπετε, βάζαμε την ένταση στο τέρμα, από τότε η κακομοίρα ήταν λίγο περήφανη στ' αυτιά. Βέβαια ακουστικό δεν έβαλε ποτέ, γιατί, πώς να το κάνουμε, άκου 'κει που θα βάλω εγώ μηχάνημα μες τ' αυτί μου γριά γυναίκα!, και δώστου οι γκαρίδες κι οι φωνές για να σ' ακούσει.
Και τ' απογεύματα, να με βλέπει ακόμα ξυπόλητη να χοροπηδάω σαν το κατσίκι πέρα δώθε στα χαλίκια και στα χώματα να παίζω, και να μου λέει "Μωρή κουτρούλα, κοπέλα ολόκληρη, θα σκιστούν τα ποδάρια σου! ". Αλλά εγώ τίποτα, στα χαλίκια και στα χώματα αντέχουνε τα πόδια μου, μέσα στα παπούτσια γεμίζουνε φουσκάλες.
Κι όσο χοροπηδητό έριξα εγώ μικρή και πονούσαν οι αστράγαλοί μου το βράδυ σαν έπεφτα για ύπνο, άλλο τόσο περπάτημα έριξε η Κατερίνα μέχρι τα τελευταία της. Minas Tirith το χωριό, χτισμένο πάνω σε βουνό, μες τον ανήφορο και τον κατήφορο,ίσιο δρόμο δεν έχει, και η γιαγιά να βάζει μπρος με το μπαστούνι στο χέρι, και να διασχίζει το μισό χωριό για να πάει απ' τη μια κόρη στην άλλη. Θυμάμαι, τελευταία φορά που πήγα στο χωριό να τη δω ήταν το '13, τότε η Κατερίνα ήταν 103 χρονών, και καθόμασταν μαζί εγώ, αυτή και οι δυο κόρες της, η γιαγιά μου η Μαρίνα και η θεία η Κούλα. Και να λένε οι γιαγιάδες για εγχειρίσεις, για εγκεφαλικά, για χάπια, για ό,τι μύρια όσα έχουν περάσει από πάνω τους, και να λέει και η Κατερίνα "Αχ πουλάκι μου, κι εγώ πονάω". Τι έχεις γιαγιά της λέω. "Να, 'δω χάμω, πονάνε οι φτέρνες μου απ' το περπάτημα". "Άσε μας ρε μάνα!" να μουγκρίζει η θεία και δώστου γέλια εγώ, το δισέγγονο, που λίγο κόντεψε να με χάσουν που παραλίγο να πνιγώ.
Εκείνη την τελευταία φορά που την είδα είναι που μου είπε "Κόρη μου, η γιαγιά η Κατερίνα έζησε ένα αιώνα και θα ζούσε κι άλλον. Η ζωή δε χορταίνεται". Κι ας παρακαλούσε μετά το Θεό να την πάρει. Ήξερε ότι έρχεται η ώρα της και βιαζότανε να φύγει, η αθεόφοβη, να μην είναι βάρος.
Μα τι βάρος να είναι η ατρόμητη, η αθάνατη, η Κατερίνα? Που τριγυρνούσε με τα πόδια τόσο χρονών γυναίκα, έπλεκε με το μικρό το βελόνι, τα 'χε τετρακόσια, που μέχρι και συνέντευξη της πήραν απ' την τοπική εφημερίδα του Αλιβερίου, να τους λέει για τη φρίκη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Θαρρείς δε φοβήθηκε στιγμή. Μονάχα φοβήθηκε όταν ξέχασε ένα φεγγάρι τη βρύση του μπάνιου ανοιχτή, και νόμισε πώς αρχίζει να τα χάνει η καψερή. Αλλά κι εκεί ακόμα, παραπάνω ντροπή ένιωσε, μην την καταλάβουν, παρά φόβο.
Αυτή ήταν η δική μας, απείρως ταλαιπωρημένη μα πάντα χαμογελαστή, Κατερίνα. Που τα ξέγνοιαστα τα χρόνια τα έζησε όντας πια πολύ μεγάλη, σαν καθόταν στο μπαλκόνι κι έβαζε τα γυαλιά (μόνο τότε τα φορούσε, η αετομάτα) για να πλέξει τα προικιά μας. Από μικρή μαυροφορεμένη και με μαντίλα, την οποία έβγαζε μόνο τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Και παιδί σαν ήμουν, τη θυμάμαι να τη βγάζει, πριν κοιμηθεί.
Και να ξετυλίγει η Κατερίνα τον κότσο στα μαλλιά της, και να πέφτει η μακριά, ασημένια πλεξίδα ως χαμηλά στη πλάτη.
Και του το κάνει το χατίρι, του κοντοκουρεμένου δισέγγονου, να της ξεπλέκει τα μαλλιά και να τα χτενίζει.
Τι ωραία μακριά λευκά μαλλιά που έχεις γιαγιά!, ν' αναφωνώ με το χτενάκι περασμένο ακόμα στη κόμη της, και η μάγισσα, η Κατερίνα, να χαμογελά.
Πάντα να χαμογελά.
January 19, 2016
Divinity
Ο κόσμος έχει το ταλέντο να καταφέρνει να γίνεται όλο και πιο σκατένιος όσο περνάει ο καιρός, αλά ευτυχώς εμένα αυτήν την περίοδο, με αφήνει παγερά αδιάφορη -τουλάχιστον συναισθηματικά. Βγαίνω απ' το σπίτι μου χωρίς να με πιάνουν δυσφορία και ταχυκαρδίες. Είμαι πιο υπομονετική με τους ανθρώπους, είμαι ευχάριστη σε παρέα, είμαι πιο ευγενική, ακούω προσεκτικά όταν μου μιλάνε και στα καλύτερά μου απαντάω κιόλας .
Ο εγκέφαλός μου, μου λέει ότι είμαι αγχωμένη, αλλά δεν το νιώθω -δεν με πιάνει πανικός, ούτε ρίγη. Με πληροφορεί ότι είμαι λυπημένη, αλλά δεν το νιώθω -δεν μπορώ καν να βουρκώσω.
Το τελευταίο δώρο που έκανα στον εαυτό μου, μου έδωσε ναυτία, πονοκέφαλο και αυπνίες αλλά μου πήρε το μίσος. Μίσοςμίσοςμίσος. Τι όμορφη, λυρική λέξη. Τι απάνθρωπο συναίσθημα. Μ' αρέσει να το ξεστομίζω - τρέμω και μου κόβονται τα πόδια, στη σκέψη ότι μπορεί να το ξανανιώσω.
Δεν ξέρω αν θεωρώ την κατάσταση κάποιου είδους πνευματικής λύτρωσης ή τελεσίδικης συναισθηματικής εξαθλίωσης, το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω επιτέλους χώρο να αναπνεύσω, χωρίς τη Δράκαινα (έτσι θα τη λέμε) τεχνηέντως να μου μολύνει το μυαλό.
Ίσως να μην είναι καλό να τα γράφω αυτά. Ισως πάλι να μην έχει και καμία γαμημένη σημασία. Άλλωστε ποτέ δε ζητιάνεψα λύπηση, μόνο λίγη επιβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά. Γιατί δεν είναι οι "κακές μέρες" αυτές που μου γαμάνε τη ψυχή. Είναι οι "καλές", όταν έχω την λανθασμένη εντύπωση ότι καλυτερεύω.
Αυτά. Πάω να ξετυλίξω το ταλέντο μου στη γραφιστική.
Καιιι θα κλείσω με ευχή, γιατί είμαι στα πολύ χάι μου: Χαρούμενο 2016, και τώρα με τα κρύα να ντύνεστε καλά, γιατί θα κρυώσει η κοιλίτσα σας και θα κάνετε διάρροια.
Ο εγκέφαλός μου, μου λέει ότι είμαι αγχωμένη, αλλά δεν το νιώθω -δεν με πιάνει πανικός, ούτε ρίγη. Με πληροφορεί ότι είμαι λυπημένη, αλλά δεν το νιώθω -δεν μπορώ καν να βουρκώσω.
Το τελευταίο δώρο που έκανα στον εαυτό μου, μου έδωσε ναυτία, πονοκέφαλο και αυπνίες αλλά μου πήρε το μίσος. Μίσοςμίσοςμίσος. Τι όμορφη, λυρική λέξη. Τι απάνθρωπο συναίσθημα. Μ' αρέσει να το ξεστομίζω - τρέμω και μου κόβονται τα πόδια, στη σκέψη ότι μπορεί να το ξανανιώσω.
Δεν ξέρω αν θεωρώ την κατάσταση κάποιου είδους πνευματικής λύτρωσης ή τελεσίδικης συναισθηματικής εξαθλίωσης, το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω επιτέλους χώρο να αναπνεύσω, χωρίς τη Δράκαινα (έτσι θα τη λέμε) τεχνηέντως να μου μολύνει το μυαλό.
Ίσως να μην είναι καλό να τα γράφω αυτά. Ισως πάλι να μην έχει και καμία γαμημένη σημασία. Άλλωστε ποτέ δε ζητιάνεψα λύπηση, μόνο λίγη επιβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά. Γιατί δεν είναι οι "κακές μέρες" αυτές που μου γαμάνε τη ψυχή. Είναι οι "καλές", όταν έχω την λανθασμένη εντύπωση ότι καλυτερεύω.
Αυτά. Πάω να ξετυλίξω το ταλέντο μου στη γραφιστική.
Καιιι θα κλείσω με ευχή, γιατί είμαι στα πολύ χάι μου: Χαρούμενο 2016, και τώρα με τα κρύα να ντύνεστε καλά, γιατί θα κρυώσει η κοιλίτσα σας και θα κάνετε διάρροια.
Subscribe to:
Posts (Atom)