March 2, 2016

Το δικό μας Κατερινάκι

Με πιάνει θαρρείς το παράπονο, τώρα που παίρνω πτυχίο και αναγκάζομαι να γυρίσω στο πατρικό μου. Δεν είναι δα και λίγο ν' αφήνεις τα πράγματά σου, το σπίτι σου, ειδικά εάν έχεις κάνει τόσο κόπο να το φτιάξεις για να το νιώθεις δικό σου.
Και τώρα?
Τώρα το παλεύουμε για μεταπτυχιακό.
Αλλά απ' τη μία δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να νοικιάσω ένα δικό μου σπιτάκι και απ' την άλλη η σκέψη ότι θα μείνω με τους δικούς μου με τρομοκρατεί.

Οπότε μια πολύ καλή ιδέα, είναι να πάρω το γατί παραμάσχαλα και να απομονωθώ για κανένα 5μηνο στο χωριό μαζί με τους παππούδες μου, για να διαβάσω με την ησυχία μου για τις εισαγωγικές στη σχολή που θέλω. Θα πάρω το πάνω σπίτι, θα έχω ηρεμία, θάλασσα, φύση, δεν θα έχω ίντερνετ (που ούτε και τώρα έχω, οπότε μικρό το κακό) και η γάτα θα είναι ελεύθερη να κάνει τις βόλτες της, χωρίς εμένα να αργοπεθαίνω απ' τις τύψεις που την έκλεισα σε διαμέρισμα με 3 άτομα και σκύλο, η κακούργα μάνα.

Καίτοι ενθουσιασμένη αρχικά, αργότερα έπιασα τον εαυτό μου να έχει αναστολές όσον αφορά στη διαμονή μου εκεί. Βλέπετε, στο χωριό, απέκτησα πολλές απ' τις πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις και η σκέψη ότι, τώρα που θα πάω, κάποιος θα λείπει, είναι δυσβάσταχτη.

Κι αυτός που θα λείπει, είναι η γιαγιά μου η Κατερίνα, που πέρσι τέτοια εποχή τη νίκησαν τα γηρατειά. Προγιαγιά* για να είμαι ακριβής, αλλά ποιος θα τολμήσει να την αποκαλέσει έτσι, τέτοιο νιάτο που ήταν στη ψυχή η συγχωρεμένη?

Η γιαγιά μου λοιπόν, η Κατερίνα Παναγιάρη (πρώην Παπουτσή απ' τον πατέρα της τον Σταύρο), γεννήθηκε στον Άγιο Λουκά, ένα χωριουδάκι έξω απ' τη Χαλκίδα, το έτος 1910 παρακαλώ (Μαθουσάλας το Κατερινάκι, 105 χρονώ μας άφησε). Είχε περίπου 8 αδέρφια. Η κόρη της, η γιαγιά μου η Μαρίνα, μπορεί να πει με σιγουριά ότι είχε τουλάχιστον 4 αδελφάδες, μόνο εκείνες γνώρισε, τα υπόλοιπα αδέλφια πεθάνανε μικρά. Κι εγώ τη ρωτούσα τη Κατερίνα "Γιαγιά πώς η μαμά σου έκανε τόσα παιδιά?" και μ' απαντούσε εκείνη γελώντας "Μετά το πέμπτο βγαίναμε μοναχά μας". 

Κούκλα από μικρή, μελαχρινή με το θαλασσί το μάτι (τούτη μας τα χάρισε τα μάτια, όπως λέγει ο πατέρας μου), και απ' τα 12 χρόνια της στη δουλειά, η δόλια η Κατερίνα. Στη ΔΕΗ ξημεροβραδιάζονταν να δουλεύει, που τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα, και άνοιγαν στοές για το κάρβουνο και είχανε φτιάξει ράγες κι επάνω βαγόνια για να το μεταφέρουν. Εκεί, που πέρασε ένα βαγόνι, σακατεύτηκε μόνιμα το δάχτυλο στο δεξί της χέρι, όταν το μάγκωσε στις ράγες -ιστορία που μου διηγήθηκε όταν ήμουν αρκετά μικρή, για να πάψω να τη βασανίζω, το παλαβό παιδί, που έπαιζα κυνηγώντας την γύρω-γύρω για να κρυφτώ κάτω απ' τα φουστάνια της.


Έπειτα, μεγαλοπαντρεύτηκε στην ηλικία των 22, τον προπάππο μου τον Αντώνη Παναγιάρη, κρεοπώλης στο επάγγελμα. Σαν μεγάλωσα εγώ, είχε να μου το παραπονιέται η Κατερίνα "Εγώ δούλευα και μετά παντρεύτηκα. Αγράμματη έμεινε η γιαγιά. Άσ' τους γάμους και τα παιδιά, γράμματα να μάθεις".

Με τον άντρα της κάνανε 5 παιδιά. Σκληρή μάνα το Κατερινάκι. Μου 'λεγε η γιαγιά μου η Μαρίνα, ό,τι ξύλο έφαγε, το 'φαγε από δαύτην κι όχι απ' τον πατέρα της. Αλλά τ' αγαπούσε τα παιδάκια της πολύ -κι ας μην είχε πολλά να τους δώσει.
Ήταν μια πρωτοχρονιά που η γιαγιά μου, παιδάκι τότε, ξύπνησε και δεν είδε δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι. Και να σου κλάματα η μικρή η Μαρίνα, όλο το κόσμο ξεσήκωσε. Και τότε έβαλε κρυφά, η πονηρή, η Κατερίνα το πορτοκάλι κάτω απ' το μαξιλάρι. Και το βρίσκει η Μαρίνα και φωτίζεται το προσωπάκι της απ' τη χαρά. Βλέπετε, ένα πορτοκάλι δεν είναι τίποτα, και σε χωριό το βρίσκεις σε αφθονία, άλλα όταν είναι Πρωτοχρονιά και δε βρίσκεις δώρο κάτω απ' το μαξιλάρι, και πέτρα να σου βάλουνε μετά, χαίρεσαι που απλά βρήκες κάτι.

Βέβαια, όσο ξύλο δεν πρόλαβε να της ρίξει της Μαρίνας, το έριξε η Μαρίνα στον πατέρα μου, τον Αντώνη. Κατάξανθο γλυκό αγγελούδι γαλανομάτικο ο πατέρας μου, μα μεγάλο διαόλι στη ψυχή. Και όπως γίνεται πάντα, όσο σκληρή μάνα είσαι τόσο γλυκιά γιαγιά γίνεσαι. Να τονε κυνηγάει τον Αντωνάκι η γιαγιά μου με τη γκλίτσα να του τις βρέξει, να την κυνηγάει από πίσω η Κατερίνα. Μωρή μουρλή, να της λέει, θα το λιανίσεις το παιδί!


Τα μαύρα η Κατερίνα τα πρωτοφόρεσε όταν πέθανε ο άντρας της στα 75 του χρόνια. Αλλά δεν ήταν ο τελευταίος που έθαψε. Δώρο η μακροζωία και κατάρα μαζί, η Κατερίνα έθαψε και αδέρφια και παιδιά. Τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ, παρά μόνο σε γάμους των εγγονών της.


Διότι τα χάρηκε πολύ τα 10 της εγγόνια. Κι άλλο τόσο χάρηκε και μας τα 12 δισέγγονα, γιατί τόσα είμαστε εάν δε μ' απατά η μνήμη μου. Ακόμα και τα Γερμανάκια που έρχονται μιά στα δέκα χρόνια χάρηκε. "Έρχετι η Μιλίνα κι ο Αντώνης να με ειδούνε!", φώναζε γεμάτη χαρά. Που ο Αντώνης, το εγγόνι, ελληνικά ξέρει, η Μελίνα το δισέγγονο, τίποτα, μηδέν. Αλλά ούτε η Κατερίνα ούτε κι εγώ, 10 χρονών τότε, πτοηθήκαμε, η αγάπη και το παιχνίδι δεν χρειάζονται ίδια γλώσσα. 

Μα και τρισέγγονο, παρακαλώ, χάρηκε το Κατερινάκι, καθώς ο δεύτερός μου ξάδελφος, απέκτησε παιδί πριν καλά-καλά τελειώσει το σχολείο.

Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, γυμνασιοκόριτσο που ήμουν, συνέχισα να περνάω τα καλοκαίρια μου στο χωριό.

Κάθε μεσημέρι τρύπωνα στο δωμάτιο της Κατερίνας που έπλεκε, και έκανε διάλειμμα για να ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε την Εσμεράλντα με το Χοσέ Αρμάντο. Ακούγαμε εμείς την τυφλή να μεμψιμοιρεί 52 λεπτά στο Alter -άκουγε και όλη η γειτονιά. Βλέπετε, βάζαμε την ένταση στο τέρμα, από τότε η κακομοίρα ήταν λίγο περήφανη στ' αυτιά. Βέβαια ακουστικό δεν έβαλε ποτέ, γιατί, πώς να το κάνουμε, άκου 'κει που θα βάλω εγώ μηχάνημα μες τ' αυτί μου γριά γυναίκα!, και δώστου οι γκαρίδες κι οι φωνές για να σ' ακούσει.
Και τ' απογεύματα, να με βλέπει ακόμα ξυπόλητη να χοροπηδάω σαν το κατσίκι πέρα δώθε στα χαλίκια και στα χώματα να παίζω, και να μου λέει "Μωρή κουτρούλα, κοπέλα ολόκληρη, θα σκιστούν τα ποδάρια σου! ". Αλλά εγώ τίποτα, στα χαλίκια και στα χώματα αντέχουνε τα πόδια μου, μέσα στα παπούτσια γεμίζουνε φουσκάλες.

Κι όσο χοροπηδητό έριξα εγώ μικρή και πονούσαν οι αστράγαλοί μου το βράδυ σαν έπεφτα για ύπνο, άλλο τόσο περπάτημα έριξε η Κατερίνα μέχρι τα τελευταία της. Minas Tirith το χωριό, χτισμένο πάνω σε βουνό, μες τον ανήφορο και τον κατήφορο,ίσιο δρόμο δεν έχει, και η γιαγιά να βάζει μπρος με το μπαστούνι στο χέρι, και να διασχίζει το μισό χωριό για να πάει απ' τη μια κόρη στην άλλη. Θυμάμαι, τελευταία φορά που πήγα στο χωριό να τη δω ήταν το '13, τότε η Κατερίνα ήταν 103 χρονών, και καθόμασταν μαζί εγώ, αυτή και οι δυο κόρες της, η γιαγιά μου η Μαρίνα και η θεία η Κούλα. Και να λένε οι γιαγιάδες για εγχειρίσεις, για εγκεφαλικά, για χάπια, για ό,τι μύρια όσα έχουν περάσει από πάνω τους, και να λέει και η Κατερίνα "Αχ πουλάκι μου, κι εγώ πονάω". Τι έχεις γιαγιά της λέω. "Να, 'δω χάμω, πονάνε οι φτέρνες μου απ' το περπάτημα". "Άσε μας ρε μάνα!" να μουγκρίζει η θεία και δώστου γέλια εγώ, το δισέγγονο, που λίγο κόντεψε να με χάσουν που παραλίγο να πνιγώ.


Εκείνη την τελευταία φορά που την είδα είναι που μου είπε "Κόρη μου, η γιαγιά η Κατερίνα έζησε ένα αιώνα και θα ζούσε κι άλλον. Η ζωή δε χορταίνεται". Κι ας παρακαλούσε μετά το Θεό να την πάρει. Ήξερε ότι έρχεται η ώρα της και βιαζότανε να φύγει, η αθεόφοβη, να μην είναι βάρος.

Μα τι βάρος να είναι η ατρόμητη, η αθάνατη, η Κατερίνα? Που τριγυρνούσε με τα πόδια τόσο χρονών γυναίκα, έπλεκε με το μικρό το βελόνι, τα 'χε τετρακόσια, που μέχρι και συνέντευξη της πήραν απ' την τοπική εφημερίδα του Αλιβερίου, να τους λέει για τη φρίκη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Θαρρείς δε φοβήθηκε στιγμή. Μονάχα φοβήθηκε όταν ξέχασε ένα φεγγάρι τη βρύση του μπάνιου ανοιχτή, και νόμισε πώς αρχίζει να τα χάνει η καψερή. Αλλά κι εκεί ακόμα, παραπάνω ντροπή ένιωσε, μην την καταλάβουν, παρά φόβο.

Αυτή ήταν η δική μας, απείρως ταλαιπωρημένη μα πάντα χαμογελαστή, Κατερίνα. Που τα ξέγνοιαστα τα χρόνια τα έζησε όντας πια πολύ μεγάλη, σαν καθόταν στο μπαλκόνι κι έβαζε τα γυαλιά (μόνο τότε τα φορούσε, η αετομάτα) για να πλέξει τα προικιά μας. Από μικρή μαυροφορεμένη και με μαντίλα, την οποία έβγαζε μόνο τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Και παιδί σαν ήμουν, τη θυμάμαι να τη βγάζει, πριν κοιμηθεί.

Και να ξετυλίγει η Κατερίνα τον κότσο στα μαλλιά της, και να πέφτει η μακριά, ασημένια πλεξίδα ως χαμηλά στη πλάτη.
Και του το κάνει το χατίρι, του κοντοκουρεμένου δισέγγονου, να της ξεπλέκει τα μαλλιά και να τα χτενίζει.
Τι ωραία μακριά λευκά μαλλιά που έχεις γιαγιά!, ν' αναφωνώ με το χτενάκι περασμένο ακόμα στη κόμη της, και η μάγισσα, η Κατερίνα, να χαμογελά.
Πάντα να χαμογελά. 

No comments:

Post a Comment