February 17, 2014

I'm unclean, a libertine

  "Your blows are in vain, for I’ll never mend my ways, there is too much ecstasy in sex. The only way to stop my joy is to kill me ; 


Sex is my life, the very air that I breathe; I’ve lived by sex, and shall die by it


February 9, 2014

Imagine there are two or three ways to make you love me

Σαστισμένη.


Αυτή είναι η λέξη που ψάχνω.


Περνάς μια ζωή αποφεύγοντας ανθρώπους γιατί εκείνοι είναι οι κακοί, είναι η απειλή.


Άσχημο ε? Να είναι όλοι εναντίον σου?


Ηλίθια.


Η χειρότερη συνειδητοποίηση είναι ότι κανένας δεν θέλει το γαμημένο το κακό σου.


Η χειρότερη συνειδητοποίηση είναι να αντιλαμβάνεσαι ότι κανείς δεν έχει σκοπό να σε βλάψει, εσύ ο ίδιος έχεις το πρόβλημα. 

February 5, 2014

A Natural Disaster

   Κάθισα στην καρέκλα απέναντί του. Ήταν φριχτό το πόσο άβολα ένιωθα. Εκείνος χύθηκε στην καρέκλα, έχοντας το γνωστό, λαίμαργο ύφος και το βλέμμα που ουρλιάζει "μου-ανήκουν-τα-πάντα".
   Έστρεψε το βλέμμα του σε μένα.
   -Θες τσιγάρο?
   -Όχι ακόμα.
   Κατένευσε χαμογελώντας.
   Είναι περίεργο που τον ξαναβλέπω έπειτα από τόσο καιρό. Είναι περίπου όπως τον θυμόμουν. Μοιάζει τραυματισμένος κι επικίνδυνος. Σαν σπασμένο ποτήρι. Από εκείνα για κρασί που συνηθίζαμε να παίρνουμε μαζί μας όταν φεύγαμε από κάποιο μαγαζί κι έχουν ακόμα υπολείμματα μαυροδάφνης, χαντακωμένα πίσω-πίσω στο ντουλάπι.
   Η σερβιτόρα μας έφερε τους καφέδες. Είναι αστείο να τον βλέπω να πίνει καφέ και να είναι νηφάλιος. Έσφιξα τα χείλη μου μεταξύ τους. Δεν είναι μόνο αυτό.
   -Κουρεύτηκες.
   -Ξυράφι και καθρέφτης.
   Την τελευταία φορά που τον είχα δει, κοιμόταν σε ένα παγκάκι στις 7 το πρωί αγκαλιά με έναν σάκο, στο λιμάνι, με τον αέρα να μπερδεύει τα μακριά, ξανθά μαλλιά του. Μια εικόνα που κάθε φορά που προσπαθούσα να διώξω απ' το μυαλό μου, επέμενε να στέκεται πεισματικά στο κατώφλι του ασυνείδητού μου και ν' αρνήται να πέσει μέσα.
   Έριξα ξανά το βλέμμα μου επάνω του.
   -Έρχεσαι συχνά εδώ?
   -Όχι. Εσύ?
   -Όχι. Εσύ?
   Γέλασε. Μ' αρέσει να τον κάνω να γελάει. Γελούσε πολύ σπάνια. Φοβόταν και σπάνια. Τις ελάχιστες φορές που συνέβαινε κρυβόταν πίσω απ' την καρδιά μου, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που κρυβόμουν εγώ πίσω απ' την επιβλητική κορμοστασιά του, κάθε φορά που ένας καβγάς ξέφευγε απ' τον έλεγχο. Οι αναμνήσεις μου απ' αυτόν είναι θόρυβος και σαματάς. Πολύ οξύθυμο άτομο. Νομίζω μου είχε πει πως το είχε πάρει απ' τον πατέρα του. Τον είχα ρωτήσει τι θα ήθελε να είχε πάρει από εκείνον. "Την καραμπίνα που είχε στην αποθήκη για να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα", μου είχε απαντήσει.
  Με κοίταξε νωχελικά, πίνοντας μια γουλιά απ' τον ζεστό καφέ.
  -Άλλαξες. Σοβάρεψες. Λίγο.
  -Κι εσύ. Μείωσες τις διαμονές σου στο νοσοκομείο?
  -Ναι. Εσύ?
  -Ναι. Εσύ?
  Γέλασε ξανά. Ήταν ένα παιχνίδι που είχε ξεκινήσει όταν πρωτογνωριστήκαμε. Εκείνο το βράδυ πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον σαράντα λεπτά επαναλαμβάνοντας ο ένας στον άλλον την ίδια απάντηση κι ερώτηση. Το μόνο που άλλαζε ήταν ο τόνος της φωνής, το ύφος και το βλέμμα -δεν είχε ιδιαίτερη σημασία το ότι, ουσιαστικά, δεν λέγαμε απολύτως τίποτα.
   -Λοιπόν... Είσαι ακόμη ερωτευμένη μαζί μου?
   Δυσανασχέτησα. Με κοιτούσε χαμογελώντας λάγνα. Μου πρόσφερε ένα τσιγάρο.
   -Ποτέ δεν σ' ερωτεύτηκα.
   Περίμενε να ανάψω το τσιγάρο για να απαντήσει. Πάντα έλεγε ότι το ανάβω γρήγορα, σα να έχω την αίσθηση ότι θα μου το αρπάξουν απ' τα χέρια.
   -Απ'την πρώτη στιγμή που με είδες μ' ερωτεύτηκες.
   Γέλασα. Είναι ο πιο εριστικός, αχόρταγος, εγωιστής και νάρκισσος αλητάκος που υπάρχει.
   -Ξέρεις ότι σε συμπαθώ πολύ. Πάντα θα νιώθω μια τρυφερότητα για σένα.
   -Ναι...
   Το πρόσωπό του πήρε μια πρωτόγνωρη για μένα έκφραση. Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ' το νου ότι αυτό το άτομο θα μπορούσε ποτέ να νιώσει αμηχανία. Αν ήξερα ότι ήμουν ικανή να του προκαλέσω κάτι τέτοιο, ο φόβος να του εκφράσω τα ειλικρινή μου συναισθήματα θα έφευγε ένα χρόνο νωρίτερα.
   -Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει για έναν φίλο μου που τον θύμιζες πολύ?
   -Όχι.
   -Έναν συνονόματό σου.
   -Θυμήθηκα.
   -Αυτοκτόνησε.
   Έμεινε για λίγο σιωπηλός.
   -Κρίμα.
   -Ναι. Κρίμα.
   Με την μεγάλη, τραχιά παλάμη του έσυρε το πακέτο που ήταν πάνω στο τραπέζι προς το μέρος μου. Είναι περίεργο να μου προσφέρει τσιγάρα και να μην του τα κλέβω.
   -Στον θυμίζω ακόμα?
   -Πολύ.
   Άναψα και δεύτερο τσιγάρο.
   -Στο είχα πει και παλιότερα. Ψάχνεις άτομα που να σου θυμίζουν άλλους γιατί είσαι πολύ δειλή για να στραφείς σ' εκείνους τους ίδιους. Αγαπάς από απόσταση ασφαλείας. Είσαι μίζερη.
   -Ναι.
   Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Η αλλαγή στη σχέση μας είναι απότομη και για μένα την ίδια. Κάπου εδώ θα έπρεπε να του ανταπαντήσω και να αρχίσουμε να πλακωνόμαστε. Η ειλικρίνεια μας αποπροσανατολίζει και τους δύο. Ήμασταν άραγε ποτέ αληθινά ειλικρινείς μεταξύ μας? Αμφιβάλλω.
   -Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι αυτό?
   -Να σ' αποχαιρετήσω.
   Κατένευσε σιωπηλά.
   -Έμαθα ότι φεύγεις μόνιμα, άλλωστε.
   -Ναι.
   -Πάντα έφευγες.
   -Αυτή φορά είναι αλλιώς. Γιατί δεν θα με ακολουθήσεις.
   -Ναι.
   Μείναμε σιωπηλοί. Η ώρα είχε κυλίσει γρήγορα και ο καφές είχε κρυώσει. Αποφασίσαμε να φύγουμε.
   -Πότε φεύγεις?
   -Παρασκευή βράδυ. Με πλοίο.
   -Θα έρθω να σε αποχαιρετήσω.
   Γέλασε. Με κοίταξε μελαγχολικά.
   -Έτσι λες πάντα. Ποτέ δεν έρχεσαι. Δεν θα 'ρθεις.
   Χαμογέλασα.
   -Δεν θα 'ρθω. Οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται.
   Γύρισε την πλάτη και άρχισε να βηματίζει αργά. Έφυγα κι εγώ. Κανένας απ'τους δυο μας δεν κοίταξε πίσω. Κι εάν κοίταξε εκείνος, πιθανότατα, δεν θα το μάθω ποτέ.
     

February 2, 2014

-Σ' αγαπάς? -Σ' αγαπώ.

Είναι κάποια μουντά απογεύματα που απλά αγαπάς όλον τον κόσμο. Τριγυρνάς μόνος σου στα βρεγμένα σοκάκια του νησιού, μοιράζοντας τη μοναξιά σου με μελάνι στους ξεφτισμένους τοίχους της παλιάς πόλης. Αυτό είναι τέχνη. Ετοιμόρροποι τοίχοι, λερωμένοι με ηλίθια στιχάκια.

Απλώνεις το μπουφάν σου στο πεζοδρόμιο και αράζεις χάμω με την πλάτη στην alpha bank, να σου υπενθυμίζει ότι δεν έχεις δεκάρα τσακιστή στον λογαριασμό σου, αλλά δεν σε απασχολεί, συντροφιά με έναν καφέ και ένα τσιγάρο, δίπλα σε έναν περιπλανώμενο που πουλάει λουλούδια. Κοιτάς με αρρωστημένη χαρά το χάος των βιαστικών περαστικών να σε κοιτάζει πίσω περίεργα, καθώς κάνεις την πρώτη τζούρα απ' το περίεργο τσιγάρο.
Η ώρα περνάει αλλά δεν έχεις ρολόι. Ακούς τον ήχο του κινητού σου να χτυπάει, ψάχνεσαι, αλλά δεν έχεις καν κινητό.
Χαμογελάς.
Άρχισε και να ψιχαλίζει πάλι. Δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει κάποιος να σε ψάχνει, δεν υπάρχουν προβλήματα, υπάρχει μόνο ένα λουλούδι που σου έδωσε ο περιπλανώμενος, κι ας μην ξέρεις τι λουλούδι είναι, δεν έχει σημασία, είναι όμορφο. Χασκογελάς με τον εαυτό σου γιατί όλα είναι τέλεια και νιώθεις κάτι σαν Θεός γιατί έχεις εν μέρη τα πάντα εκείνη ακριβώς τη γαμημένη στιγμή. 
Βρέχει, είναι απόγευμα ,καπνίζεις και ανακαλύπτεις ότι είσαι πολύ απλός άνθρωπος τελικά.
Αν δεν είναι αυτό ευτυχία, τότε τι είναι? Χμμ. Να 'χα κάποιον να του δώσω το λουλούδι, ίσως. Εν τέλει το έδωσα πίσω στον περιπλανώμενο.

Αυτές τις μέρες έχω την έντονη αίσθηση ότι θα ζήσω για πάντα. Ή έστω μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και όταν είναι να πεθάνω... όταν είναι να πεθάνω, θα πεθάνω από έρωτα.