May 27, 2013

Ταξιδγγγιάρα Ψυχή

Γκουχ.

Ένα, δύο


Ένα, δύο


Νταξ, ακούγομαι.

Καταρχας να σας ενημερώσω ότι αυτό το ποστ είναι μια μαλακία και μιση, απλά δεν έχω τι να κάνω και είπα να μοιραστώ μια ιστορία απ' το -σχετικά- μακρινό παρελθόν μου μαζί σας.
Ήμανε που λέτε ακόμα στο λύκειο (ή γυμνάσιο?) όταν ο πατέρας μου πήρε καινούριο αυτοκίνητο και ήτανε μες την τρελή χαρά για κάνα-δυο βδομάδες και ως εκ τούτου είχε σπάσει τα απαυτά όλων μας στο σπίτι. Να σημειώσω εδώ, ότι ο πατέρας μου έχει παθολογική αγάπη για τα αυτοκίνητα και είναι ικανός να πλένει τον τετράτροχο Θησαυρό του πιο συχνά απ' ότι τον εαυτό του.
Που λέτε λοιπόν, μιας και πήρε καινούριο αυτοκίνητο και είχε καλοκαιριάσει κιόλας, φαγώθηκε να θυμηθούμε τους παλιούς καλούς καιρούς που με έπαιρνε και κάναμε μίνι ρόουντ τριπς (μη φανταστείτε, μέχρι τη μάνα του συνήθως για φαΐ και διακοπές) και επι την ευκαιρία να φτιάξουμε και την κατεστραμμένη σΚέση μας (πράγμα που δεν συνέβη και ούτε θα συμβεί -στο κοντινό μέλλον τουλάχιστον). Τι να πω κι εγώ η καημένη, δέχτηκα, μιας και η μάνα μου είχε δουλειές και ο αδερφός μου δεν ήθελε, θα πηγαίναμε πρώτα εμεις οι δυο στη γιαγιά και μετά αυτοί με αεροπλάνο (να σημειώσω ξανά ότι τόσα χρόνια επειδη αυτός έχει καύλα με τα αυτοκίνητα δεν πληρώνει αεροπλάνο να φτάσουμε σαν άνθρωποι στην Εύβοια, αλλά τρώμε 8 γεμάτες ώρες στη μαπα, μες τη ζέστη, με τον αδερφό μου να μη βάζει γλώσσα μέσα).
Που είχα μείνει? Α ναι. Παίρνω ένα σάκο, βάζω 2-3 ρουχαλάκια μέσα, κινητό, λεφτά, σκατά ματά, κάνω κι ένα τάμα στην Παναγιά την Τσικουδιώτισσα να μην τραγουδάει σκυλάδικα στο δρόμο, και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο.
Εντομεταξύ ήδη τα νεύρα μου είχαν αρχίσει να φουντώνουν αφού απ' τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο αυτοκίνητο με έβαλε να βγάλω τα παπούτσια και σα να μην έφτανε αυτό, γεμάτος χαρά μου γνέφει να κοιτάξω πίσω απ' το τιμόνι. Αυτό το ματζαφλάρι που έβλεπα λοιπόν, ήταν ένα gps αυτοκινήτου, τα οποία είχαν πρωτοβγεί τοτες, και ο προχώ μπαμπάς δεν άντεχε να μην το πάρει γιατί ήταν σκέτη μαγεία και ουάου και γενικότερα έκανε σαν παιδί τα χριστούγεννα.
Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, έβαλε και τη γκόμενα του gps να μιλάει και ξεκινήσαμε.
Δεν θα το αρνηθώ. 
Η γκόμενα ήξερε ρε παιδί μου. Οδηγάρα. Πάνε από 'δω, στρίψε από εκεί, οδήγα ευθεία.
Έλα όμως που μετά το έχασε.
Έπειτα από κάνα 4ωρο, στα 80 μέτρα στρίψε δεξιά, να λέει εκείνη.
Καινούρια διαδρομή, θα μας πάει πιο γρήγορα, να λέει εκείνος.
Και να περνάει η ώρα.
Και να είναι έρημος ο δρόμος.
Να έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι εγώ. 
Μπαμπά, πεινάω. Μπαμπά, κατουριέμαι. Έχω και ανάγκες η κοπέλα.
Να έχει αρχίσει να εκνευρίζεται κι αυτός.  
Και η γκόμενα να συνεχίζει ακάθεκτη: προχωράμε ευθεία.
Και να συνεχίζω να πεινάω εγώ. Και να συνεχίζω να κατουριέμαι. Και να απειλώ να του ξεράσω το αμάξι.
Και να έχουμε και τη γκόμενα του gps, στα 25 μέτρα στρίβετε δεξιά.
Κι εκείνη τη στιγμή κάθε λογική και κάθε κανόνας ευπρεπούς και γενικότερα καλής συμπεριφοράς, πήγαν περίπατο μαζί με την ευγένεια.
ΠΟΥ ΔΕΞΙΑ ΜΩΡΗ ΜΑΛΑΚΩ, να ουρλιάζει ο πατέρας μου. ΣΤΑ 25 ΜΕΤΡΑ ΔΕΞΙΑ ΤΡΑΚΑΡΩ ΣΚΥΛΟ ΚΑΙ ΧΟΡΤΑΡΙΑ (καταλυπήθηκα και το καημένο το ζωντανό, μόνο του, μες την ερημιά). Και αφού φάγαμε τουλάχιστον μισάωρο σε μπινελίκια και αφού πετάξαμε την τζιπιεσογκόμενα στο πορτπαγκαζ, πήρα τη μεγάλη απόφαση να κατουρήσω στα χορταρια παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο μεγάλα που μου έμπαιναν στο γκώλο και παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε ίχνος χαρτομάντηλου, με αποτέλεσμα να προσπαθώ να τινάξω (πάνω απ' τα γνωστά, μεγάλα χορτάρια) το γουάναμπι ντικ μου.
Να μην τα πολυλογώ, ένιωθα κατουρημένη, κουρασμένη, ζαλισμένη και πεινασμένη (ήμανε και μικρό κι αθώο το καημενάκι, που να 'ξερα πόσες φορές θα το περάσω αυτό με χτυπημένους φίλους/γκόμενους) στη άκρη του πουθενα με έναν ψυχαναγκαστικό πατέρα που σταρχιδιατουκιολας που είχαμε χαθεί αλλά επειδή ο δρόμος είχε χώματα το καμαρι του γέμισε σκόνη //εμετούλης.
Ε μετά από πολύωρο τσακωμό, κλαψομούνιασμα και μουρμούρα βγήκαμε στα γωνστά Έβερεστ, πράγμα που σήμαινε ότι βγήκαμε επιτέλους στον σωστό δρόμο, μιας και από μικρή καταλάβαινα που ακριβώς ήμασταν απ' τα φαγάδικα στην ερημιά που σταματούσαμε. Έφαγα του σκασμού, κατούρησα και άλλες δυο φορές, σε περίπτωση που του ξανάρθει η καύλα και βγάλει την τζιπιεσογκόμενα απ' το πορτμπαγαζ και ψαχνόμαστε πάλι, κι έπειτα έριξα μια υπνάρα ελπίζοντας ότι όταν ξυπνήσω θα βρίσκομαι στο σπίτι της γιαγιάς.
Φτασαμε που λέτε λοιπόν και η πρώτη αντίδραση της γιαγιάς μετα τις αγκαλιές ήταν να ρωτήσει πώς ήταν το ταξιδι μας, οπότε έφυγα για να συνεχίσω τον ύπνο μου αμίλητη, για να μην τη σφάξω στο γόνατο μαζί με τον κόκορα που δεν είχε βάλει γλώσσα μέσα απ' τη στιγμή που φτάσαμε γαμώταχωριάμουγαμω.
Τελος πάντων, το αστείο είναι πως ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό του πατέρα μου για αυτό το μινι ταξιδάκι και καλά που θα κάναμε οι δυο μας και έμελλε να κρίνει την αρχή της καλής μας σΚέσης, η οποία αρχή ήταν απαίσια, και παρά τους σκοτωμούς μας για σημαντικότερα θεματα μέχρι και σήμερα, συνεχίζω να του το κρατάω αυτό το περιστατικό μιας και έχω βάσιμες υποψίες ότι συνέβαλε στα ψυχοαπαυτά μου προβλήματα.
Νομίζω από τότε δεν ξαναπήγα ταξιδι με τον πατέρα μου.
Και δεν δέχτηκα να μπω σε αυτοκίνητο με gps.
Και σκέφτομαι να κάνω και μια πορεία για την κατάργησή τους (όχι, νταξ, δεν το σκέφτομαι, απλά μου φάνηκε αρκετά ιντελεκτουέλ φράση για να κλείσω το ποστ)

May 25, 2013

Πόσες φορές με ρώτησες αν σε συμπαθώ? Παραπάνω από πολλές, απ' όσο θυμάμαι.
Εγώ απλά σε ρωτούσα εάν ήξερες γιατί με συμπαθείς εσύ
Με συμπαθείς, λοιπόν, γιατί δεν με ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο εάν με συμπαθείς ή με απεχθάνεσαι, και το ξέρεις.
Κάτσε να σου πω ένα μυστικό, που πάντα θα 'θελες να μάθεις.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη ζήλια και τον φθόνο. Ξέρεις μοιάζουν συνώνυμα αλλά δεν είναι.
Όταν ζηλεύεις κάτι, κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να το αποκτήσεις κι εσύ. Όταν φθονείς κάτι, σαπίζει η ψυχή σου, γιατί δεν πρόκειται να το αποκτήσεις ποτέ.
Κι εσύ, ανήκεις στη δεύτερη κατηγορία. 

May 8, 2013

Baby wants blue velvet

-H Κ. είναι αναίσθητη καριόλα,
Ξαναγέμισε τα σφηνοπότηρα.
-Η Κ. είναι ειλικρινής,
Ξαναγέμισα τα σφηνοπότηρα.
-Η Κ. είναι νυμφομανής,
Έψαξε την τσάντα της για τσιγάρο.
-Η Κ. είναι ελεύθερη,
Της έδωσα ένα απ' τα δικά μου.
-Η Κ. όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, παίρνει τους δρόμους,
Μου το έδωσε πίσω. Δεν της αρέσουν τα εργοστασιακά.
-Η Κ. απλά λατρεύει τα ταξίδια,
Το άναψα νωχελικά.

-Αρχίζει να μ'αρέσει αυτό το παιχνίδι-

-Η Κ. είναι αθυρόστομη,
Ξαναγέμισε τα σφηνάκια.
-Η Κ. θα σου απαντούσε όσο πολιτισμένα θα της επέτρεπε η ανατροφή της. Θα απαντούσε κάτι σε: Βρε δε πα να γα-,
Γέλασα. Είχε δίκιο.
-Η Κ. έγινε ίδια ο πατέρας της,
Σηκώθηκε να βάλει καινούρια πλέιλιστ στο πισι.
-Η Κ. προσπαθούσε τόσο άσχημα να μη γίνει ίδια η μάνα της που δεν πηρε πρέφα ότι έγινε ο πατέρας της,
Δυσανασχέτησα. Η new rock είναι απαίσια.
-Η Κ. γουστάρει την πούτσα, μισεί την πούτσα, και θα 'θελε να έχει μια πούτσα και η ίδια,
Στ' αρχίδια της. Σε εκείνη άρεσε η μουσική.
-Η Κ. είναι λίγο ανώμαλη,
Στήριξα το κεφάλι μου στον τοίχο. Το ένιωθα αφύσικα βαρύ.
-Η Κ. φαντασιώνεται βασανιστικούς τρόπους θανάτωσης με τις σαδιστικές ικανότητες που απλόχερα ο θεός της χάρισε,
Συνέχισε να γεμίζει, χαμογελώντας θριαμβευτικά, τα ποτήρια.
-Η Κ. είναι πολύ ανώμαλη,
Τέσσερα ακόμα τσιγάρα. Πλην ένα, τρία.

-Αρχίζει να μ'ενοχλεί αυτό το παιχνίδι-

-Η Κ. είναι πολύ άντρας. Χρησιμοποιεί φράσεις όπως -σταρχιδιαμου- ή -στονπουτσομου- για να επιβληθεί και να τονίσει την ανδρική της φύση,
Γέλασε. Ναι, το είχε παρακάνει.
-Η Κ. είναι λίγο κοριτσάκι. Σάββατο πρωί βλέπει παιδικά και κάνει σα χαζό όταν την κερνάνε παγωτό τσιχλόφουσκα. Τις προάλλες νομίζω έπαιζε με πλαστελίνες,
Είδα την ώρα. Σε λίγο θα ερχόταν η μάνα μου απ' τη δουλειά.
-Η Κ. είναι περίεργη. Αν ήξερε ότι τη συζητάμε θα μας έπιανε απ' το μαλλί,
Ήπιε την τελευταία γουλιά απ' το μπουκάλι.
-Η Κ. είναι περίεργη. Αν μας έβλεπε από μια μεριά θα άκουγε προσεκτικά και θα χαμογελούσε λάγνα,
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Άναψα το τελευταίο τσιγάρο.

-Κασσάνδρα μάζεψε τα ποτήρια απ' το πάτωμα. Και σταμάτα να μονολογείς.